Thursday, March 23, 2023
Η ελληνική γαστρονομία στη Μεταπολίτευση | Βασίλης Μασσέλος
Tuesday, May 24, 2022
Η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα είναι όντως πρόβλημα
Το τελευταίο τεύχος του Economist φιλοξενεί ένα ενδιαφέρον και σημαντικό άρθρο για την ελευθερία του Τύπου στην χώρα μας η οποία κατρακύλησε 38 θέσεις φέτος στην κατάταξη των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα φθάνοντας στην εξευτελιστική 108η θέση. Αυτό, πάντα κατά τον Economist, αμαυρώνει τις πολύ σημαντικές επιτυχίες της κυβέρνησης, η οποία ας μην ξεχνάμε ότι αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερη. Η σκληρή, αλλά καλόπιστη, κριτική του έγκυρου βρετανικού εντύπου στηρίζεται σε αλήθειες όπως το απαράδεκτο άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα, η παρακολούθηση δημοσιογράφων, η δολοφονία Καραϊβάζ η εξαγορά εκδοτών διά της κρατικής διαφήμισης αλλά και η -απαράδεκτη και αντιπαραγωγική- αλλεργία του Μαξίμου στην κριτική. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες αλλά σήμερα στα mainstream τύπο δύσκολα φιλοξενείται ουσιαστική κριτική (σε αυτήν δεν περιλαμβάνονται οι συνήθως άναρθρες κραυγές της αντιπολίτευσης). Η ντροπιαστική αυτή κατάσταση δεν ταιριάζει σε μία φιλελεύθερη κυβέρνηση και είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, ειδικά εάν λάβει κανείς υπόψη την φαιδρότητα της αντιπολίτευσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι η αντίδραση της κυβέρνησης στην κατάταξη ήταν μία προσπάθεια να κάνει discredit τους Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα αλλά και να χρησιμοποιήσει Fotini Pipili μία εντελώς άσχετη έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης (αφορούσε τα κοινωνικά δίκτυα) που εμφάνιζε την χώρα σε σχετικά καλή θεση. Ας ελπίσουμε ότι ο Economist που της τραβάει το αυτί καλοπροαίρετα και με στόχο τον σωφρονισμό, θα ληφθεί υπόψη.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο.
Greece’s centre-right government has done a fine job of polishing its image with tourists and investors since Kyriakos Mitsotakis took over as prime minister in 2019. The country’s ancient heritage, not least the invention of democracy, plays a big role in the messaging. But just as in the fifth century bc, freedom of speech matters too.
Greece tumbled 38 places this year in the World Press Freedom Index published by Reporters Without Borders (rwb), an ngo based in Paris. Ranking 108th (out of 180), the Greeks for the first time lagged behind all other eu countries as well as their Balkan neighbours.
A tweak to the penal code last year making journalists, editors and publishers liable to a prison term for spreading fake news is one reason for the Icarus-like plummet. Another is the unsolved murder of Giorgos Karaivaz, an investigative reporter gunned down more than a year ago outside his home.
The most recent cause for concern is the surveillance in 2020 and 2021 of Thanasis Koukakis, a financial editor probing possible collusion between local bankers accused of wrongdoing and public prosecutors and judges. The Citizen Lab, a Canadian cyber-watchdog, has confirmed that Mr Koukakis’s mobile phone was infected last year with Predator, a hacking software made by Cytrox, an Israeli-owned company based in North Macedonia. The software is similar to Pegasus, the Israeli spyware acquired by various repressive governments to eavesdrop on activists and other politicians. The government’s spokesman insists that the Greek authorities have not used it, and has also questioned the methodology employed by rwb in compiling its index.
There are other worries. State hand-outs to cash-strapped websites and newspapers are restricted to pro-government media, says rwb; reporters covering ”pushbacks” of refugees from Aegean islands by the Greek coastguard are often harassed; journalists complain of being bullied on the phone by aides in the prime minister’s office.
The free-speech row is undermining the government’s impressive achievements elsewhere. Tourists are now flocking back after a two-year gap owing to covid-19. Greece attracted a record €5bn ($5.3bn) of foreign investment last year, with Amazon and Microsoft among the big-name firms setting up around the capital. And the cash is starting to flow from Greece’s €31bn share of the eu’s covid-recovery fund. An unhampered press has a crucial part to play in making sure all that cash is spent fairly and well.
Tuesday, August 20, 2019
Η επιβολή ορίων στις πληρωμές τοις μετρητοίς*
H νέα κυβέρνηση ευαγγελίζεται τη μείωση των φόρων και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, με στόχο την ανάπτυξη. Ωστόσο, πρόσφατο δημοσίευμα της «Καθημερινής» («Οι μειώσεις φόρων του 2020 στο εισόδημα και στα ακίνητα», 15.07.2019) αναφέρει ότι «σχεδιάζεται και η μείωση του ορίου χρήσης μετρητών. Το όριο των 500 ευρώ ενδεχομένως να διαφοροποιείται ανά κλάδο, ανάλογα με τον κίνδυνο για φοροδιαφυγή». Πέρα από τα μάλλον ανυπέρβλητα νομικά και πρακτικά προβλήματα που συνεπάγεται τυχόν διαφοροποίηση ανά κλάδο, το υφιστάμενο όριο είναι ήδη εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με τα ισχύοντα τόσο την Ε.Ε. όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες διεθνώς. Ερχεται μάλιστα σε αντίθεση με την εκπεφρασμένη πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία τον Ιούνιο του 2018 εγκατέλειψε οριστικά τα σχέδιά της για επιβολή CPLs (Cash Payments Limits – Ορια χρήσης μετρητών στις πληρωμές), έπειτα από μελέτη και διαβούλευση που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο. Η σχετική αναφορά της Κομισιόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η επιβολή ορίων στις πληρωμές τοις μετρητοίς είναι ευαίσθητο θέμα για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πολλοί από τους οποίους θεωρούν τη δυνατότητα πληρωμής σε μετρητά θεμελιώδη ελευθερία, η οποία δεν πρέπει να περιοριστεί δυσανάλογα [σ.σ. σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο επιβάλλεται]. Τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, στην οποία συμμετείχαν περισσότερα από 30.000 άτομα, είναι συντριπτικά: το 95% των ερωτηθέντων στο σύνολο της Ε.Ε. αλλά και στην Ελλάδα ήταν αντίθετοι στην επιβολή περιορισμών. Στην ερώτηση εάν υποθετικά επιβληθεί όριο πανευρωπαϊκά, ποιο θα έπρεπε είναι αυτό, οι περισσότεροι απάντησαν «υψηλότερο των 9.500 ευρώ».
Αντίστοιχα το 78% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι τυχόν επιβολή περιορισμών θα δημιουργήσει προσκόμματα στη λειτουργία τους λόγω, μεταξύ άλλων, του κόστους των εναλλακτικών τρόπων πληρωμής και του ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσουν πελάτες που επιμένουν να πληρώσουν με μετρητά. Συνολικά, η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων απάντησε ότι η επιβολή περιορισμών δεν δικαιολογείται σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (καταπολέμηση εγκληματικών δραστηριοτήτων, τρομοκρατίας ή φοροδιαφυγής). Ομοίως η μελέτη της Επιτροπής συμπέρανε ότι τα CPLs δεν μπορούν να αποτρέψουν τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών, ίσως όμως να είναι χρήσιμα στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Μία ακόμη σημαντική διαπίστωση είναι ότι οι διαφορές που παρατηρούνται σχετικά με τα CPLs στη νομοθεσία των κρατών-μελών στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και εντείνουν την άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι περιορισμοί στην πραγματικότητα ταλαιπωρούν τις συνεπείς επιχειρήσεις και τους πελάτες τους, χωρίς να δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα στους φοροδιαφεύγοντες, οι οποίοι προφανώς δεν καταγράφουν στα βιβλία τους εισπράξεις όταν δεν έχουν εκδώσει παραστατικό. Ιστορικά, τόσο η ΑΑΔΕ όσο και οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών αντιμετωπίζουν πολίτες και επιχειρήσεις εκ προοιμίου ως φοροφυγάδες και αναζητούν «λύσεις» στην κατεύθυνση του βάναυσου περιορισμού θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους (CPLs, υποχρεωτική χρήση POS, περιουσιολόγιο, τραπεζικό και φορολογικό απόρρητο). Αυτές οι αμφιβόλου αποτελεσματικότητος ρυθμίσεις ενδέχεται τελικά να περιορίζουν τα δημόσια έσοδα περιστέλλοντας την οικονομική δραστηριότητα. Το μόνο βέβαιο, πλην εξόχως αρνητικό, αποτέλεσμά τους είναι ο ιδιαίτερα επικίνδυνος περιορισμός της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών, που καθίστανται τελικά πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους.
Αντίστοιχα το 78% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι τυχόν επιβολή περιορισμών θα δημιουργήσει προσκόμματα στη λειτουργία τους λόγω, μεταξύ άλλων, του κόστους των εναλλακτικών τρόπων πληρωμής και του ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσουν πελάτες που επιμένουν να πληρώσουν με μετρητά. Συνολικά, η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων απάντησε ότι η επιβολή περιορισμών δεν δικαιολογείται σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (καταπολέμηση εγκληματικών δραστηριοτήτων, τρομοκρατίας ή φοροδιαφυγής). Ομοίως η μελέτη της Επιτροπής συμπέρανε ότι τα CPLs δεν μπορούν να αποτρέψουν τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών, ίσως όμως να είναι χρήσιμα στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Μία ακόμη σημαντική διαπίστωση είναι ότι οι διαφορές που παρατηρούνται σχετικά με τα CPLs στη νομοθεσία των κρατών-μελών στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και εντείνουν την άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι περιορισμοί στην πραγματικότητα ταλαιπωρούν τις συνεπείς επιχειρήσεις και τους πελάτες τους, χωρίς να δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα στους φοροδιαφεύγοντες, οι οποίοι προφανώς δεν καταγράφουν στα βιβλία τους εισπράξεις όταν δεν έχουν εκδώσει παραστατικό. Ιστορικά, τόσο η ΑΑΔΕ όσο και οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών αντιμετωπίζουν πολίτες και επιχειρήσεις εκ προοιμίου ως φοροφυγάδες και αναζητούν «λύσεις» στην κατεύθυνση του βάναυσου περιορισμού θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους (CPLs, υποχρεωτική χρήση POS, περιουσιολόγιο, τραπεζικό και φορολογικό απόρρητο). Αυτές οι αμφιβόλου αποτελεσματικότητος ρυθμίσεις ενδέχεται τελικά να περιορίζουν τα δημόσια έσοδα περιστέλλοντας την οικονομική δραστηριότητα. Το μόνο βέβαιο, πλην εξόχως αρνητικό, αποτέλεσμά τους είναι ο ιδιαίτερα επικίνδυνος περιορισμός της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών, που καθίστανται τελικά πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους.
* φολοξενήθηκε ευγενώς στο φύλο της 22.7.2019 της Καθημερινής
Friday, May 17, 2019
Τα «τερλίκια» ως συστημικό πρόβλημα
Η Ελληνική Αστυνομία, αρχικά, και στη συνέχεια η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων του ελληνικού κράτους επέβαλαν πρόσφατα πρόστιμα 200 ευρώ και 2.600 ευρώ, αντίστοιχα, σε μία 90χρονη κυρία που προσπαθούσε να επιβιώσει πουλώντας πλεκτές παντόφλες («τερλίκια») προς 3-4 ευρώ το ζευγάρι, στη λαϊκή αγορά της περιοχής της. Η κατακραυγή που ακολούθησε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης οδήγησε σε αναδίπλωση και τις δύο υπηρεσίες, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κάλεσε τον διοικητή της ΑΑΔΕ και του είπε ότι «πρέπει [...] να γνωρίζουν οι Αρχές είσπραξης των κάθε είδους εσόδων ότι πρέπει να τηρούν την αρχή της νομιμότητας και αυτές, όπως και οι πολίτες. Και να θυμούνται ότι μέρος της αρχής της νομιμότητας και πολύ σημαντικό, γιατί έχει βάση στο Σύνταγμα, είναι ο ανθρωπισμός, η δικαιοσύνη και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ας μην ξεχνάμε, σε τέτοιες ώρες και σε τέτοιους καιρούς, τον άνθρωπο, όταν ασκούμε τα καθήκοντά μας». Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως επιφανής νομικός, θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί εν προκειμένω τον εξόχως αντιφατικό χαρακτήρα του σχολίου του. Από θεσμικής πλευράς γενικά στην Ελλάδα, ειδικά στη φορολογική νομοθεσία και νομολογία, «ο ανθρωπισμός, η δικαιοσύνη και η κοινωνική δικαιοσύνη» δεν είναι «μέρος της αρχής της νομιμότητας». Εξίσου αντιφατικός ήταν και ο διοικητής της ΑΑΔΕ που είπε ότι η Αρχή της οποίας προΐσταται «πρέπει να δείχνει την κατανόηση και την ευαισθησία σε όσες περιπτώσεις απαιτείται», για να το διορθώσει αργότερα λέγοντας ότι «χρειάζεται ο νομοθέτης να επανεξετάσει συνολικά το σχετικό πλαίσιο κι εμείς στην ΑΑΔΕ είμαστε έτοιμοι να τα δούμε όλα αυτά από κοινού».
Στην υπόθεση της ταλαίπωρης γριούλας τόσο η αστυνομία όσο και τα στελέχη της ΑΑΔΕ έκαναν νομίμως τη δουλειά τους και εγκαλούνται για αυτό από τον ίδιο τον ΠτΔ. Στην πραγματικότητα, την ευθύνη έχουν οι κατά καιρούς νομοθέτες αλλά και οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών και της ΑΑΔΕ που «ερμηνεύουν», συχνά όπως θέλουν, τη φορολογική νομοθεσία με τις περίφημες εγκυκλίους, οι οποίες μέχρι τα τέλη του περασμένου χρόνου έφεραν το αναχρονιστικό πρόθεμα «ΠΟΛ», από τη λέξη «πολύγραφος». Η υπόθεση των «τερλικιών» δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας, εξαιτίας ενός εγγενώς άδικου, στρεβλού και θεσμικά άρρωστου φορολογικού συστήματος.
Γνωστός δημοσιογράφος, πριν από περίπου 25 χρόνια, είχε υπολογίσει ότι ένας οδηγός που τηρεί ευλαβικά τα όρια ταχύτητας χρειαζόταν γύρω στις έντεκα ώρες για να φθάσει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Το υφιστάμενο φορολογικό πλαίσιο δεν διαφέρει, κατ’ αναλογίαν, από την προαναφερθείσα παράνοια, ενώ το ζητούμενο είναι να αλλάξει ριζικά και να προσομοιάζει με τον σημερινό ΠΑΘΕ, τα όρια ταχύτητας του οποίου καθιστούν τη νομιμότητα χρήσιμη και ανεκτή. Χωρίς να χρειάζεται κατανόηση και ευαισθησία, οι οποίες στη χώρα μας, όπου η φοροδιαφυγή και η διαφθορά εξακολουθούν να οργιάζουν, συχνά παρέχονται με το αζημίωτο.
Το δράμα των «τερλικιών» δεν μπορεί να χρεωθεί στην «αναισθησία» των Αρχών, οι οποίες σπανίως δείχνουν κατανόηση και ευαισθησία, αφού η βαυαρική τυπολατρία έχει εισαχθεί από τον 19ο αιώνα στο θεσμικό DNA της χώρας. Αντιθέτως, είναι σύμπτωμα ενός εγγενώς θεσμικά και συστημικά στρεβλού, άνισου, ψηφοθηρικού, αντιαναπτυξιακού και εντέλει μη βιώσιμου φορολογικού πλαισίου. Το οποίο σπρώχνει στη φοροδιαφυγή εκατοντάδες χιλιάδες φορολογουμένους, μεταξύ των οποίων και η άτυχη γριούλα με τα «τερλίκια», όχι επειδή δυστροπούν έναντι του κοινωνικού συνόλου αλλά καθαρά για λόγους επιβίωσης. Οσοι για πρακτικούς ή άλλους λόγους δεν μπορούν να κλέψουν φεύγουν από τη χώρα, προκαλώντας ένα καταστροφικό brain drain. Το ίδιο σύστημα έχει οδηγήσει σήμερα σχεδόν τους μισούς φορολογουμένους στο κόκκινο, εντείνοντας την αδικία και την οικονομική παράλυση. Για τον λόγο αυτό η δήλωση του διοικητή της ΑΑΔΕ περί ανάγκης συνολικής επανεξέτασης του φορολογικού πλαισίου έχει τεράστια σημασία. Γιατί στην Ελλάδα τα «τερλίκια» αντανακλούν απόλυτα τη φορολογική καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων.
* Καθημερινή, 6.5.2019
Μαθήματα από την Ιαπωνία
H Ιαπωνία και ιδιαίτερα τα χωριά και οι πόλεις της, ήταν κατά το παρελθόν ιδιαίτερα ευάλωτα σε πυρκαγιές, αφού το σύνολο των σπιτιών ήταν ξύλινα. Χαρακτηριστική ήταν η «Μεγάλη φωτιά του Εντο», που ξέσπασε το 1657 στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το Τόκιο και πήρε περισσότερες από 100.000 ψυχές.
Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να ξαναχτιστεί η πόλη, ενώ ο Σογκούν αξιοποίησε την ευκαιρία ρυμοτομώντας εκ νέου τη μετέπειτα πρωτεύουσα της Ιαπωνίας. Η φωτιά αυτή υπήρξε καταλυτική για τη μελλοντική οργάνωση της πυρόσβεσης και γενικότερα της αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών.
Η αξιοθαύμαστη στάση των Ιαπώνων μπροστά στην καταστροφή δεν εξηγείται μόνο από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ιστορικά και τη σχετική, κατά το παρελθόν, απομόνωση της νησιωτικής αυτής χώρας από τον υπόλοιπο κόσμο. Εχει τις ρίζες της και στην κοινωνική οργάνωση, την προγονολατρική θρησκεία, σε αυτό δηλαδή που ο Λευκάδιος Χερν εύστοχα αποκάλεσε «the community cult», δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο Ιάπωνας εντός της κοινότητάς του.
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και εκατοντάδες χρόνια κάθε χωριό ή περιοχή είχε τα δικά του «κούμι-τσο», δηλαδή τους κανόνες που ρύθμιζαν λεπτομερώς τις λειτουργίες του. Ενας εξ αυτών αναφέρει: «Οταν ξεσπά φωτιά, οι άνθρωποι πρέπει να σπεύσουν αμέσως επί τόπου, φέρνοντας ο καθένας έναν κουβά γεμάτο νερό και να καταβάλουν κάθε προσπάθεια να τη σβήσουν υπό τις οδηγίες των αξιωματούχων. Οσοι απουσιάσουν θα λογοδοτήσουν».
Για τον Ιάπωνα το καθήκον προς την κοινότητα είναι δεύτερη φύση του. Το καλό του συνόλου υπήρχε ανέκαθεν σημαντικότερο από εκείνο του ατόμου σε μια κοινωνία με ασφυκτικούς κανόνες, οι οποίοι όμως, αντί να λειτουργούν ως μέσο καταπίεσης, αποτελούν για τους Ιάπωνες τη βάση της αρμονικής συμβίωσης. Τους βοηθούν δε να αντιμετωπίσουν πολύ καλύτερα καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Βεβαίως, η ικανότητα αυτή συνδυάζεται με τη λεπτομερή προετοιμασία και τον εξαντλητικό σχεδιασμό και οργάνωση «διά παν ενδεχόμενο».
Σε μία πυρκαγιά ή φυσική καταστροφή, το πρώτο τους μέλημα είναι, προφανώς, η προστασία της ζωής αλλά και της περιουσίας των πολιτών. Μετά τη λήξη του όποιου συμβάντος μελετούν προσεκτικά τα δεδομένα με στόχο να μην επαναληφθούν τυχόν λάθη στο μέλλον και επικαιροποιούν τα σχέδια εκτάκτου ανάγκης ενσωματώνοντας τη νέα εμπειρία.
Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο σταδίων κανείς δεν ασχολείται με την απόδοση ευθυνών κάτι που γενικά θεωρείται δευτερεύον. Αυτό έρχεται στο τρίτο στάδιο, ενώ συνήθως η ανάληψη ευθύνης γίνεται σε επίπεδο ομάδας. Ταυτόχρονα ο επικεφαλής του οργανισμού ζητά δημόσια συγγνώμη και συχνά παραιτείται. Το έθιμο του συνδυασμού αυτής με τελετουργική αυτοκτονία (χαρακίρι, ή σωστότερα, σεπούκου) έχει ατονήσει εδώ και πολλές δεκαετίες. Σε κάθε περίπτωση πάντως στην Ιαπωνία τα δύο πρώτα στάδια είναι μακράν τα σημαντικότερα, διότι αντιλαμβάνονται ότι το να βρεθεί ποιος φταίει δεν λύνει το πρόβλημα ούτε αποτρέπει την επανάληψή του στο μέλλον.
Με δεδομένη την τραγωδία στην Αττική και την προφανή συστημική αποτυχία έχουμε να μάθουμε πολλά από τους Ιάπωνες, παρά τις μεγάλες διαφορές νοοτροπίας των δύο λαών. Ετσι, πριν αναζητηθούν και αποδοθούν επιχειρησιακές και πολιτικές ευθύνες, κάτι που πρέπει να γίνει σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να μάθουμε από τα λάθη μας για να αποφευχθεί παρόμοια τραγωδία στο μέλλον.
* φιλοξενήθηκε ευγενώς στην Καθημερινή της 30.7.2018
Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να ξαναχτιστεί η πόλη, ενώ ο Σογκούν αξιοποίησε την ευκαιρία ρυμοτομώντας εκ νέου τη μετέπειτα πρωτεύουσα της Ιαπωνίας. Η φωτιά αυτή υπήρξε καταλυτική για τη μελλοντική οργάνωση της πυρόσβεσης και γενικότερα της αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών.
Η αξιοθαύμαστη στάση των Ιαπώνων μπροστά στην καταστροφή δεν εξηγείται μόνο από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ιστορικά και τη σχετική, κατά το παρελθόν, απομόνωση της νησιωτικής αυτής χώρας από τον υπόλοιπο κόσμο. Εχει τις ρίζες της και στην κοινωνική οργάνωση, την προγονολατρική θρησκεία, σε αυτό δηλαδή που ο Λευκάδιος Χερν εύστοχα αποκάλεσε «the community cult», δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο Ιάπωνας εντός της κοινότητάς του.
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και εκατοντάδες χρόνια κάθε χωριό ή περιοχή είχε τα δικά του «κούμι-τσο», δηλαδή τους κανόνες που ρύθμιζαν λεπτομερώς τις λειτουργίες του. Ενας εξ αυτών αναφέρει: «Οταν ξεσπά φωτιά, οι άνθρωποι πρέπει να σπεύσουν αμέσως επί τόπου, φέρνοντας ο καθένας έναν κουβά γεμάτο νερό και να καταβάλουν κάθε προσπάθεια να τη σβήσουν υπό τις οδηγίες των αξιωματούχων. Οσοι απουσιάσουν θα λογοδοτήσουν».
Για τον Ιάπωνα το καθήκον προς την κοινότητα είναι δεύτερη φύση του. Το καλό του συνόλου υπήρχε ανέκαθεν σημαντικότερο από εκείνο του ατόμου σε μια κοινωνία με ασφυκτικούς κανόνες, οι οποίοι όμως, αντί να λειτουργούν ως μέσο καταπίεσης, αποτελούν για τους Ιάπωνες τη βάση της αρμονικής συμβίωσης. Τους βοηθούν δε να αντιμετωπίσουν πολύ καλύτερα καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Βεβαίως, η ικανότητα αυτή συνδυάζεται με τη λεπτομερή προετοιμασία και τον εξαντλητικό σχεδιασμό και οργάνωση «διά παν ενδεχόμενο».
Σε μία πυρκαγιά ή φυσική καταστροφή, το πρώτο τους μέλημα είναι, προφανώς, η προστασία της ζωής αλλά και της περιουσίας των πολιτών. Μετά τη λήξη του όποιου συμβάντος μελετούν προσεκτικά τα δεδομένα με στόχο να μην επαναληφθούν τυχόν λάθη στο μέλλον και επικαιροποιούν τα σχέδια εκτάκτου ανάγκης ενσωματώνοντας τη νέα εμπειρία.
Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο σταδίων κανείς δεν ασχολείται με την απόδοση ευθυνών κάτι που γενικά θεωρείται δευτερεύον. Αυτό έρχεται στο τρίτο στάδιο, ενώ συνήθως η ανάληψη ευθύνης γίνεται σε επίπεδο ομάδας. Ταυτόχρονα ο επικεφαλής του οργανισμού ζητά δημόσια συγγνώμη και συχνά παραιτείται. Το έθιμο του συνδυασμού αυτής με τελετουργική αυτοκτονία (χαρακίρι, ή σωστότερα, σεπούκου) έχει ατονήσει εδώ και πολλές δεκαετίες. Σε κάθε περίπτωση πάντως στην Ιαπωνία τα δύο πρώτα στάδια είναι μακράν τα σημαντικότερα, διότι αντιλαμβάνονται ότι το να βρεθεί ποιος φταίει δεν λύνει το πρόβλημα ούτε αποτρέπει την επανάληψή του στο μέλλον.
Με δεδομένη την τραγωδία στην Αττική και την προφανή συστημική αποτυχία έχουμε να μάθουμε πολλά από τους Ιάπωνες, παρά τις μεγάλες διαφορές νοοτροπίας των δύο λαών. Ετσι, πριν αναζητηθούν και αποδοθούν επιχειρησιακές και πολιτικές ευθύνες, κάτι που πρέπει να γίνει σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να μάθουμε από τα λάθη μας για να αποφευχθεί παρόμοια τραγωδία στο μέλλον.
* φιλοξενήθηκε ευγενώς στην Καθημερινή της 30.7.2018
Wednesday, May 09, 2018
Συνολική φορολογική ελάφρυνση αντί ειδικής μεταχείρισης
Σε ομιλία της στη Βουλή η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου αναφέρθηκε στην ανησυχία του υπουργείου για την εκρηκτική αύξηση των αποποιήσεων κληρονομιών και στο ότι εξετάζει μέτρα ανάσχεσής τους. Σημειωτέον ότι πέρα από τη μόνιμη απώλεια εσόδων, οι αποποιήσεις συνεπάγονται και έξοδα διαχείρισης για το Δημόσιο αλλά και σημαντικό κοινωνικό και πρακτικό κόστος, αφού τα ακίνητα των σχολαζουσών κληρονομιών κατά κανόνα ρημάζουν. Ετσι, η αρμόδια υφυπουργός υποσχέθηκε την αύξηση των δόσεων αποπληρωμής του αναλογούντος φόρου.
Ταυτόχρονα αναμένεται εγκύκλιος που θα ενεργοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 52 του ν. 4276/2014 σχετικά με τη δυνατότητα των κληρονόμων να τον εξοφλούν εκχωρώντας στο κράτος ένα ή περισσότερα κληρονομούμενα ακίνητα. Η ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι η συγκεκριμένη δυνατότητα θα αφορά μόνο «ολόκληρα αξιόλογα κληρονομιαία ή άλλα ακίνητα», καθώς και το ότι «σε καμία περίπτωση δεν αποδίδεται στον οφειλέτη η τυχόν διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου που προσφέρεται και του φόρου κληρονομιάς που οφείλεται».
Στην πράξη δηλαδή το αρμόδιο υπουργείο παραδέχεται ανοικτά ότι επιβαρύνει δυσανάλογα με ΕΝΦΙΑ και δεκάδες άλλους φόρους και τέλη, εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες «μη αξιόλογων» ακινήτων. Με άλλα λόγια, η ΑΑΔΕ δεν έχει κανένα πρόβλημα να υπολογίζει φόρους και επιβαρύνσεις με βάση υπέρογκες αξίες, αλλά όταν χρειαστεί να αποδεχθεί ένα ακίνητο έναντι φορολογικής οφειλής τότε, κατά τρόπο κυνικό και αμφιβόλου ηθικής, δέχεται μόνο τα «αξιόλογα». Ομοίως οι πλειστηριασμοί πλέον γίνονται στις εμπορικές τιμές, τις οποίες όμως ακόμη αδυνατεί να υπολογίσει σωστά το υπουργείο προκειμένου να επιβαρύνει ισορροπημένα τους ιδιοκτήτες. Την ίδια στιγμή οι τράπεζες ζήτησαν, δημοσίως και ανερυθρίαστα (ρεπορτάζ της κ. Ευγενίας Τζώρτζη στην «Κ» της 20.2.2018), να απαλλαγούν από τους φόρους που καταβάλλουν οι λοιποί πολίτες και επιχειρήσεις για τα ακίνητα δανειοληπτών που θα αποκτήσουν.
Πρόκειται για ακίνητα τα οποία θα εκπλειστηριάσουν και στη συντριπτική τους πλειονότητα θα αγοράσουν οι ίδιες, φοβούμενες ότι τυχόν μαζικές πωλήσεις σε τρίτους θα οδηγήσουν τις εμπορικές τιμές και την αντίστοιχη διασφαλιστική αξία των καλυμμάτων τους, σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα.
Συγκεκριμένα οι τράπεζες, ομοίως με τρόπο κυνικό και αμφιβόλου ηθικής, ζητούν την απαλλαγή τους από (ή τη μείωση) τον φόρο μεταβίβασης, από τα τέλη ακίνητης περιουσίας και από τον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ, ακριβώς δηλαδή τους φόρους που έχουν οδηγήσει τα ακίνητα πολλών δανειοληπτών στο σφυρί.
Κάτι τέτοιο είναι προφανώς αντίθετο σε θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος μεταξύ των οποίων και του άρθρου 4 που ορίζει ότι: «1. Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, 2. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις [...] και 5. Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Εκτός όμως από τα σοβαρά νομικά και ηθικά ζητήματα που προκύπτουν, έχουμε και στις δύο περιπτώσεις μία ιδιαίτερα μυωπική θεώρηση των προβλημάτων, αφού αυτά δεν είναι αυτοτελή αλλά απότοκα της εξωπραγματικής, βουλιμικής φορολογικής πολιτικής της χώρας, ιδιαίτερα ως προς τους φόρους και επιβαρύνσεις που συνδέονται με τα ακίνητα. Τόσο ο εκρηκτικά αυξανόμενος αριθμός των αποποιήσεων κληρονομιών όσο και η αδυναμία εκποίησης ακινήτων σε τρίτους από τις τράπεζες χωρίς να καταρρεύσουν οι ίδιες, προκαλούνται από ένα μη βιώσιμο φορολογικό σύστημα που καταστρέφει την οικονομία.
Η λύση δεν είναι στην εξασφάλιση ειδικής μεταχείρισης για την εφορία και τις τράπεζες εις βάρος πολιτών και επιχειρήσεων, αλλά η συνολική φορολογική ελάφρυνση με ταυτόχρονη μείωση των κρατικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, που θα επιτρέψουν στη χώρα να ανακάμψει οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά. Γενικά τα προνόμια και οι μονομερείς ρυθμίσεις, πέραν του ότι προσβάλλουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, έχουν ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στην ίδια την οικονομική ανάπτυξη και στη γενική ευημερία του τόπου. Στο γνωστό βιβλίο του Acemoglou «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» αναλύεται με τρόπο πειστικό η σημασία των ανοικτών θεσμών στην προκοπή μιας χώρας.
Τόσο στις προαναφερθείσες ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών όσο και στις προτάσεις των τραπεζών, έχουμε να κάνουμε με κλασικές περιπτώσεις αυτών που ο συγγραφέας ονόμασε «κλειστούς ή καταχρηστικούς θεσμούς» (στο πρωτότυπο αναφέρονται ως «extractive institutions»), οι οποίοι οδηγούν σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό μία χώρα. Δυστυχώς στην Ελλάδα, παρά το πρόγραμμα προσαρμογής και την όποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια, στο μέτωπο της ποιότητας των θεσμών μάλλον πήγαμε πίσω, με αποτέλεσμα η δημοσιονομική σταθεροποίηση να μην είναι στην πραγματικότητα βιώσιμη.
Ταυτόχρονα αναμένεται εγκύκλιος που θα ενεργοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 52 του ν. 4276/2014 σχετικά με τη δυνατότητα των κληρονόμων να τον εξοφλούν εκχωρώντας στο κράτος ένα ή περισσότερα κληρονομούμενα ακίνητα. Η ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι η συγκεκριμένη δυνατότητα θα αφορά μόνο «ολόκληρα αξιόλογα κληρονομιαία ή άλλα ακίνητα», καθώς και το ότι «σε καμία περίπτωση δεν αποδίδεται στον οφειλέτη η τυχόν διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου που προσφέρεται και του φόρου κληρονομιάς που οφείλεται».
Στην πράξη δηλαδή το αρμόδιο υπουργείο παραδέχεται ανοικτά ότι επιβαρύνει δυσανάλογα με ΕΝΦΙΑ και δεκάδες άλλους φόρους και τέλη, εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες «μη αξιόλογων» ακινήτων. Με άλλα λόγια, η ΑΑΔΕ δεν έχει κανένα πρόβλημα να υπολογίζει φόρους και επιβαρύνσεις με βάση υπέρογκες αξίες, αλλά όταν χρειαστεί να αποδεχθεί ένα ακίνητο έναντι φορολογικής οφειλής τότε, κατά τρόπο κυνικό και αμφιβόλου ηθικής, δέχεται μόνο τα «αξιόλογα». Ομοίως οι πλειστηριασμοί πλέον γίνονται στις εμπορικές τιμές, τις οποίες όμως ακόμη αδυνατεί να υπολογίσει σωστά το υπουργείο προκειμένου να επιβαρύνει ισορροπημένα τους ιδιοκτήτες. Την ίδια στιγμή οι τράπεζες ζήτησαν, δημοσίως και ανερυθρίαστα (ρεπορτάζ της κ. Ευγενίας Τζώρτζη στην «Κ» της 20.2.2018), να απαλλαγούν από τους φόρους που καταβάλλουν οι λοιποί πολίτες και επιχειρήσεις για τα ακίνητα δανειοληπτών που θα αποκτήσουν.
Πρόκειται για ακίνητα τα οποία θα εκπλειστηριάσουν και στη συντριπτική τους πλειονότητα θα αγοράσουν οι ίδιες, φοβούμενες ότι τυχόν μαζικές πωλήσεις σε τρίτους θα οδηγήσουν τις εμπορικές τιμές και την αντίστοιχη διασφαλιστική αξία των καλυμμάτων τους, σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα.
Συγκεκριμένα οι τράπεζες, ομοίως με τρόπο κυνικό και αμφιβόλου ηθικής, ζητούν την απαλλαγή τους από (ή τη μείωση) τον φόρο μεταβίβασης, από τα τέλη ακίνητης περιουσίας και από τον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ, ακριβώς δηλαδή τους φόρους που έχουν οδηγήσει τα ακίνητα πολλών δανειοληπτών στο σφυρί.
Κάτι τέτοιο είναι προφανώς αντίθετο σε θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος μεταξύ των οποίων και του άρθρου 4 που ορίζει ότι: «1. Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, 2. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις [...] και 5. Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Εκτός όμως από τα σοβαρά νομικά και ηθικά ζητήματα που προκύπτουν, έχουμε και στις δύο περιπτώσεις μία ιδιαίτερα μυωπική θεώρηση των προβλημάτων, αφού αυτά δεν είναι αυτοτελή αλλά απότοκα της εξωπραγματικής, βουλιμικής φορολογικής πολιτικής της χώρας, ιδιαίτερα ως προς τους φόρους και επιβαρύνσεις που συνδέονται με τα ακίνητα. Τόσο ο εκρηκτικά αυξανόμενος αριθμός των αποποιήσεων κληρονομιών όσο και η αδυναμία εκποίησης ακινήτων σε τρίτους από τις τράπεζες χωρίς να καταρρεύσουν οι ίδιες, προκαλούνται από ένα μη βιώσιμο φορολογικό σύστημα που καταστρέφει την οικονομία.
Η λύση δεν είναι στην εξασφάλιση ειδικής μεταχείρισης για την εφορία και τις τράπεζες εις βάρος πολιτών και επιχειρήσεων, αλλά η συνολική φορολογική ελάφρυνση με ταυτόχρονη μείωση των κρατικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, που θα επιτρέψουν στη χώρα να ανακάμψει οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά. Γενικά τα προνόμια και οι μονομερείς ρυθμίσεις, πέραν του ότι προσβάλλουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, έχουν ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στην ίδια την οικονομική ανάπτυξη και στη γενική ευημερία του τόπου. Στο γνωστό βιβλίο του Acemoglou «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» αναλύεται με τρόπο πειστικό η σημασία των ανοικτών θεσμών στην προκοπή μιας χώρας.
Τόσο στις προαναφερθείσες ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών όσο και στις προτάσεις των τραπεζών, έχουμε να κάνουμε με κλασικές περιπτώσεις αυτών που ο συγγραφέας ονόμασε «κλειστούς ή καταχρηστικούς θεσμούς» (στο πρωτότυπο αναφέρονται ως «extractive institutions»), οι οποίοι οδηγούν σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό μία χώρα. Δυστυχώς στην Ελλάδα, παρά το πρόγραμμα προσαρμογής και την όποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια, στο μέτωπο της ποιότητας των θεσμών μάλλον πήγαμε πίσω, με αποτέλεσμα η δημοσιονομική σταθεροποίηση να μην είναι στην πραγματικότητα βιώσιμη.
* φιλοξενήθηκε ευγενώς στην Καθημερινή της Κυριακής, της 6.5.2018
Ετικέτες
αποποιήσεις,
ΕΝΦΙΑ,
Καθημερινή,
πλειστηριασμοί,
Τράπεζες,
Υπουργείο Οικονομικών
Όταν συνάντησα τον Bocuse
Για τους τυχερούς καλεσμένους στο L’ Abbaye de Collonges (σ.σ. χώρος δεξιώσεων που δημιούργησε ο Bocuse κοντά στο βραβευμένο εστιατόριό του, L’Auberge du Pont de Collonges), οι διαφορές της εκεί εμπειρίας από μια παράσταση όπερας ήταν μικρές. Πρώτα οι σερβιτόροι κατέβηκαν την επιβλητική σκάλα με άψογη χορογραφία κρατώντας τα φωτισμένα επιδόρπια και στη συνέχεια εισήλθε μεγαλοπρεπώς, με ένα ταρατατζούμ, ο πρωταγωνιστής. Μόνο που δεν ήταν κάποιος ονομαστός τενόρος ή βαρύτονος, αλλά ο Paul Bocuse, ο οποίος αναπλήρωνε τη μετριότητα του αναστήματός του με έναν πανύψηλο κατάλευκο σκούφο, όπως ο επίσης αείμνηστος Χριστόδουλος με το καλυμμαύχι. Η σύγκριση εν προκειμένω δεν είναι τυχαία, αφού ο Λιονέζος μάγειρας καθιερώθηκε να αποκαλείται διεθνώς «Πάπας της γαστρονομίας».
Η παρουσία του, αν και δεν έμοιαζαν, θύμιζε τον Λουί ντε Φινές. Είχαν και οι δύο την ίδια αστείρευτη ενέργεια, τη θεατρική κίνηση, το γυαλιστερό μάτι, το νεύρο, την παμπόνηρη φυσιογνωμία, με άλλα λόγια το προφίλ ενός σταρ του κινηματογράφου, και μάλιστα από τους άτακτους.
Όταν συνάντησα τον Bocuse, ήταν ήδη μεγάλος σε ηλικία, ενώ πολλοί νεότεροι σεφ, οι περισσότεροι εκτός Γαλλίας, τραβούσαν πλέον τα φώτα της δημοσιότητας. Παρέμενε όμως μια μεγάλη προσωπικότητα στον χώρο, που είχε αντιληφθεί και ανακαλύψει τη σημασία του branding αλλά και της εμπειρίας για τον πελάτη πολλές δεκαετίες πριν αρχίσει, π.χ., ο Μπλούμενταλ να πειραματίζεται με αέρια και να δίνει κασετοφωνάκι στον πελάτη για να ακούει ήχους της θάλασσας μαζί με τα θαλασσινά πιάτα.
Όταν πήρε τελικά πίσω, εν έτει 1966, το κτίριο που στέγαζε το πρώτο οικογενειακό εστιατόριο, το σημερινό Abbaye de Collonges που πλέον χρησιμοποείται για εκδηλώσεις, o Paul Bocuse γκρέμισε έναν τοίχο και βρήκε το Grand Limonaire, ένα τεράστιο αυτόματο όργανο-ορχήστρα με 860 αυλούς, 80 τρομπέτες, δύο κύμβαλα, ένα ξυλόφωνο και δύο ταμπούρλα. Το επισκεύασε και το έβαζε μπροστά κάθε φορά που είχε εκδήλωση στο μαγαζί, περιχαρής σαν μικρό παιδί που του χάρισαν μια ροκάνα. Γενικά η εμπειρία τόσο στο Auberge όσο και στο Abbaye έχει έντονο τον χαρακτήρα της υπερβολής αλλά και της σκηνοθετημένης παράστασης, ενίοτε κοντά ή και πέρα από τα όρια του κιτς. Ο συγχωρεμένος όμως είχε τον τρόπο να επιβάλλει τις ιδέες του αλλά και τις ιδιαιτερότητές του, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι εκτός από την επίσημη σύζυγο διατηρούσε, ταυτόχρονα και χωρίς να το κρύβει, δύο ερωμένες.
Ο Bocuse γέμιζε τον χώρο όπου βρισκόταν, ήταν το είδος της προσωπικότητας που οι Άγγλοσάξονες ευστόχως αποκαλούν «bigger than life». Τρίτη γενιά ταβερνιάρης, έμεινε πιστός στην περιοχή του παρά το ότι δραστηριοποιήθηκε και έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο. Πιστός τόσο από πλευράς γαστρονομικής –με τη σφραγίδα της λιονέζικης κουζίνας να παραμένει ανεξίτηλη στη δουλειά του– αλλά και γεωγραφικής, με τα περισσότερα εστιατόριά του να βρίσκονται εντός λίγων χιλιομέτρων από το οικογενειακό μαγαζί. Πέθανε εκεί, στο δωμάτιο όπου γεννήθηκε. «Όταν έρθει η ώρα», έγραφε στα απομνημονεύματά του, «θα καταλήξω και εγώ στον φούρνο. Θέλω οι στάχτες μου να σκορπιστούν στον [ποταμό] Σον, που περνάει μπροστά από το σπίτι μου. Είναι το ποτάμι της ζωής μου».
Η παρουσία του, αν και δεν έμοιαζαν, θύμιζε τον Λουί ντε Φινές. Είχαν και οι δύο την ίδια αστείρευτη ενέργεια, τη θεατρική κίνηση, το γυαλιστερό μάτι, το νεύρο, την παμπόνηρη φυσιογνωμία, με άλλα λόγια το προφίλ ενός σταρ του κινηματογράφου, και μάλιστα από τους άτακτους.
Όταν συνάντησα τον Bocuse, ήταν ήδη μεγάλος σε ηλικία, ενώ πολλοί νεότεροι σεφ, οι περισσότεροι εκτός Γαλλίας, τραβούσαν πλέον τα φώτα της δημοσιότητας. Παρέμενε όμως μια μεγάλη προσωπικότητα στον χώρο, που είχε αντιληφθεί και ανακαλύψει τη σημασία του branding αλλά και της εμπειρίας για τον πελάτη πολλές δεκαετίες πριν αρχίσει, π.χ., ο Μπλούμενταλ να πειραματίζεται με αέρια και να δίνει κασετοφωνάκι στον πελάτη για να ακούει ήχους της θάλασσας μαζί με τα θαλασσινά πιάτα.
Όταν πήρε τελικά πίσω, εν έτει 1966, το κτίριο που στέγαζε το πρώτο οικογενειακό εστιατόριο, το σημερινό Abbaye de Collonges που πλέον χρησιμοποείται για εκδηλώσεις, o Paul Bocuse γκρέμισε έναν τοίχο και βρήκε το Grand Limonaire, ένα τεράστιο αυτόματο όργανο-ορχήστρα με 860 αυλούς, 80 τρομπέτες, δύο κύμβαλα, ένα ξυλόφωνο και δύο ταμπούρλα. Το επισκεύασε και το έβαζε μπροστά κάθε φορά που είχε εκδήλωση στο μαγαζί, περιχαρής σαν μικρό παιδί που του χάρισαν μια ροκάνα. Γενικά η εμπειρία τόσο στο Auberge όσο και στο Abbaye έχει έντονο τον χαρακτήρα της υπερβολής αλλά και της σκηνοθετημένης παράστασης, ενίοτε κοντά ή και πέρα από τα όρια του κιτς. Ο συγχωρεμένος όμως είχε τον τρόπο να επιβάλλει τις ιδέες του αλλά και τις ιδιαιτερότητές του, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι εκτός από την επίσημη σύζυγο διατηρούσε, ταυτόχρονα και χωρίς να το κρύβει, δύο ερωμένες.
Ο Bocuse γέμιζε τον χώρο όπου βρισκόταν, ήταν το είδος της προσωπικότητας που οι Άγγλοσάξονες ευστόχως αποκαλούν «bigger than life». Τρίτη γενιά ταβερνιάρης, έμεινε πιστός στην περιοχή του παρά το ότι δραστηριοποιήθηκε και έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο. Πιστός τόσο από πλευράς γαστρονομικής –με τη σφραγίδα της λιονέζικης κουζίνας να παραμένει ανεξίτηλη στη δουλειά του– αλλά και γεωγραφικής, με τα περισσότερα εστιατόριά του να βρίσκονται εντός λίγων χιλιομέτρων από το οικογενειακό μαγαζί. Πέθανε εκεί, στο δωμάτιο όπου γεννήθηκε. «Όταν έρθει η ώρα», έγραφε στα απομνημονεύματά του, «θα καταλήξω και εγώ στον φούρνο. Θέλω οι στάχτες μου να σκορπιστούν στον [ποταμό] Σον, που περνάει μπροστά από το σπίτι μου. Είναι το ποτάμι της ζωής μου».
* δημοσιεύθηκε στον γαστρονόμο του Μαρτίου 2018
Ετικέτες
Bocuse,
Γαστρονόμος,
Λυών
Friday, November 10, 2017
Τα κόκκινα δάνεια σύμπτωμα προβλημάτων
Τα κόκκινα δάνεια αποτελούν σημαντικό «αγκάθι» στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Δεσμεύουν κεφάλαια και δεν επιτρέπουν στις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν υποσχόμενες επιχειρήσεις, ενώ όσο δεν «αντιμετωπίζονται», αυξάνεται ο κίνδυνος για νέα ανακεφαλαιοποίηση και bail-in. Γι’ αυτό οι επίσημοι πιστωτές και η ΕΚΤ πιέζουν για επιθετικότερη διαχείρισή τους και για την επίσπευση των πλειστηριασμών, οι οποίοι ακόμα εμποδίζονται από διάφορες, μάλλον περιθωριακές, ομάδες, με στόχο κυρίως τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές». Για τους τελευταίους τίθεται μάλιστα, εμμέσως πλην σαφώς, και θέμα ηθικής τάξεως, αφού δυστροπούν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Αυτή είναι η κρατούσα άποψη στον Τύπο και στην κοινή γνώμη, η οποία, χωρίς να είναι λαθεμένη, είναι μάλλον μυωπική. Ως προς το ηθικό σκέλος, η έκρηξη του αριθμού των «στρατηγικών κακοπληρωτών» ως ποσοστό των δανειοληπτών, σε σχέση, π.χ., με το 2007, δημιουργεί ερωτήματα, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη κατηγορία συνήθως παρουσιάζει αποκλίνουσα συμπεριφορά ασχέτως των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν.
Ταυτόχρονα, σχεδόν όλες οι τράπεζες ενέπιπταν, έως το ξέσπασμα της κρίσης, στην κατηγορία των «στρατηγικών κακοδανειστών», πουλώντας, ανεύθυνα και επιθετικά, καταναλωτικά κυρίως δάνεια. Προ της κρίσης μια ξένη τράπεζα, που έχει πλέον πουλήσει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, μου είχε στείλει μια επιταγή 10.000 ευρώ «με τους καλύτερους όρους της αγοράς», προτείνοντάς μου να ανακαινίσω το σπίτι μου, να πάω το ταξίδι των ονείρων μου ή να χαρίσω κάτι μοναδικό στο αγαπημένο μου πρόσωπο. Μια άλλη –από αυτές που σήμερα αποκαλούνται συστημικές– μου τηλεφώνησε για να μου στείλει cash card, και αφού παραξενεύτηκα γιατί δεν είχα λογαριασμό εκεί, κατάλαβα ότι προσπαθούσαν κεκαλυμμένα να μου πουλήσουν δάνειο. Μια άλλη, επίσης συστημική σήμερα τράπεζα, μου είχε στείλει μια «χρυσή» πιστωτική κάρτα με υψηλότατο πιστωτικό όριο, χωρίς να έχω κάνει ποτέ αίτηση. Ακόμη και στα στεγαστικά δάνεια η μελέτη των Αρταβάνη, Morse και Τσούτσουρα (2015) έδειξε ότι οι τράπεζες είχαν άτυπους συντελεστές προσαύξησης των δηλωμένων εισοδημάτων συγκεκριμένων κατηγοριών δανειοληπτών, βάσει των οποίων προχωρούσαν σε εκταμιεύσεις δανείων, τα οποία «στα χαρτιά» δεν θα μπορούσαν να αποπληρωθούν ποτέ.
Μια επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη των Lusardi & Tufano (2009) απέδειξε ότι μόνο το ένα τρίτο των πολιτών στις ΗΠΑ ήταν σε θέση να εκτιμήσουν τις οικονομικές επιπτώσεις ενός δανείου ή μιας πιστωτικής κάρτας. Γι’ αυτόν τον λόγο οι τράπεζες οφείλουν να πωλούν τις υπηρεσίες τους με μεγάλη υπευθυνότητα, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν γινόταν πριν από την κρίση. Ασχέτως, όμως, του πώς μοιράζεται η ευθύνη μεταξύ κακοδανειστών και κακοπληρωτών, τα κόκκινα δάνεια είναι μια πραγματικότητα και συνιστούν μείζον πρόβλημα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία γενικότερα. Το βασικό ερώτημα, όμως, είναι αν τα κόκκινα δάνεια είναι καθαυτά το πρόβλημα ή αν αποτελούν το σύμπτωμα μιας ιδιαίτερα άρρωστης οικονομίας, με θεμελιώδη προβλήματα όπως το κόστος και οι στρεβλώσεις του ασφαλιστικού, το μέγεθος και η αναποτελεσματικότητα του κράτους, η παράλυση της Δικαιοσύνης, η έλλειψη οικονομικής ελευθερίας, οι εύθραυστοι θεσμοί γενικά, η καταστροφική φορολογία κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σχεδιασμός των τραπεζών προβλέπει την επαναγορά από τις ίδιες του μεγαλύτερου μέρους των ακινήτων που θα εκπλειστηριαστούν, θέτοντας σοβαρά ζητήματα τόσο ηθικής τάξεως όσο και ουσίας, δεδομένου ότι αυτό δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «εξυγίανση».
Την ίδια στιγμή, οι ίδιες οι τράπεζες ως οργανισμοί αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις λόγω του Διαδικτύου και τεχνολογιών όπως το blockchain, τις οποίες δύσκολα μπορούν να διαχειριστούν με τη σημερινή τους ιδιαίτερα βαριά οργανωτική δομή και στελέχωση. Για τους λόγους αυτούς η έμφαση που δίδεται στα κόκκινα δάνεια ως αυτοτελές πρόβλημα και ο θόρυβος περί «στρατηγικών κακοπληρωτών» αποπροσανατολίζουν ενδεχομένως από τα βαθύτερα προβλήματα.
*Δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 6.11.2017 της Καθημερινής
Ταυτόχρονα, σχεδόν όλες οι τράπεζες ενέπιπταν, έως το ξέσπασμα της κρίσης, στην κατηγορία των «στρατηγικών κακοδανειστών», πουλώντας, ανεύθυνα και επιθετικά, καταναλωτικά κυρίως δάνεια. Προ της κρίσης μια ξένη τράπεζα, που έχει πλέον πουλήσει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, μου είχε στείλει μια επιταγή 10.000 ευρώ «με τους καλύτερους όρους της αγοράς», προτείνοντάς μου να ανακαινίσω το σπίτι μου, να πάω το ταξίδι των ονείρων μου ή να χαρίσω κάτι μοναδικό στο αγαπημένο μου πρόσωπο. Μια άλλη –από αυτές που σήμερα αποκαλούνται συστημικές– μου τηλεφώνησε για να μου στείλει cash card, και αφού παραξενεύτηκα γιατί δεν είχα λογαριασμό εκεί, κατάλαβα ότι προσπαθούσαν κεκαλυμμένα να μου πουλήσουν δάνειο. Μια άλλη, επίσης συστημική σήμερα τράπεζα, μου είχε στείλει μια «χρυσή» πιστωτική κάρτα με υψηλότατο πιστωτικό όριο, χωρίς να έχω κάνει ποτέ αίτηση. Ακόμη και στα στεγαστικά δάνεια η μελέτη των Αρταβάνη, Morse και Τσούτσουρα (2015) έδειξε ότι οι τράπεζες είχαν άτυπους συντελεστές προσαύξησης των δηλωμένων εισοδημάτων συγκεκριμένων κατηγοριών δανειοληπτών, βάσει των οποίων προχωρούσαν σε εκταμιεύσεις δανείων, τα οποία «στα χαρτιά» δεν θα μπορούσαν να αποπληρωθούν ποτέ.
Μια επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη των Lusardi & Tufano (2009) απέδειξε ότι μόνο το ένα τρίτο των πολιτών στις ΗΠΑ ήταν σε θέση να εκτιμήσουν τις οικονομικές επιπτώσεις ενός δανείου ή μιας πιστωτικής κάρτας. Γι’ αυτόν τον λόγο οι τράπεζες οφείλουν να πωλούν τις υπηρεσίες τους με μεγάλη υπευθυνότητα, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν γινόταν πριν από την κρίση. Ασχέτως, όμως, του πώς μοιράζεται η ευθύνη μεταξύ κακοδανειστών και κακοπληρωτών, τα κόκκινα δάνεια είναι μια πραγματικότητα και συνιστούν μείζον πρόβλημα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία γενικότερα. Το βασικό ερώτημα, όμως, είναι αν τα κόκκινα δάνεια είναι καθαυτά το πρόβλημα ή αν αποτελούν το σύμπτωμα μιας ιδιαίτερα άρρωστης οικονομίας, με θεμελιώδη προβλήματα όπως το κόστος και οι στρεβλώσεις του ασφαλιστικού, το μέγεθος και η αναποτελεσματικότητα του κράτους, η παράλυση της Δικαιοσύνης, η έλλειψη οικονομικής ελευθερίας, οι εύθραυστοι θεσμοί γενικά, η καταστροφική φορολογία κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σχεδιασμός των τραπεζών προβλέπει την επαναγορά από τις ίδιες του μεγαλύτερου μέρους των ακινήτων που θα εκπλειστηριαστούν, θέτοντας σοβαρά ζητήματα τόσο ηθικής τάξεως όσο και ουσίας, δεδομένου ότι αυτό δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «εξυγίανση».
Την ίδια στιγμή, οι ίδιες οι τράπεζες ως οργανισμοί αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις λόγω του Διαδικτύου και τεχνολογιών όπως το blockchain, τις οποίες δύσκολα μπορούν να διαχειριστούν με τη σημερινή τους ιδιαίτερα βαριά οργανωτική δομή και στελέχωση. Για τους λόγους αυτούς η έμφαση που δίδεται στα κόκκινα δάνεια ως αυτοτελές πρόβλημα και ο θόρυβος περί «στρατηγικών κακοπληρωτών» αποπροσανατολίζουν ενδεχομένως από τα βαθύτερα προβλήματα.
*Δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 6.11.2017 της Καθημερινής
Monday, August 21, 2017
Περιορισμοί στη χρήση μετρητών και φοροδιαφυγή
Στις αρχές Μαρτίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε διαβούλευση με θέμα την επιβολή ενιαίων περιορισμών στη χρήση μετρητών (CPLs: Cash Payment Limits), με στόχο την πάταξη της τρομοκρατίας και με το σκεπτικό ότι «οι πληρωμές σε μετρητά χρησιμοποιούνται ευρέως στη χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών». Το συγκεκριμένο ζήτημα λίγο αφορά τη χώρα μας, όπου ήδη ισχύουν εξαιρετικά, έως παράλογα χαμηλά, τέτοια όρια. Ωστόσο έχει ενδιαφέρον το σχετικό υπόμνημα που κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Ενωση εταιρειών διαχείρισης μετρητών (ESTA).
Σε ό,τι αφορά την τρομοκρατία δεν προκύπτει κάποια σχέση των CPLs με τον περιορισμό της, δεδομένου ότι οι περισσότερες επιθέσεις είναι χαμηλού κόστους (το 75% στοιχίζει λιγότερο από 10.000 ευρώ) και χρηματοδοτούνται από νόμιμες πηγές οι οποίες είναι αδύνατον να εντοπισθούν π.χ. μεταξύ των περισσότερων από 110 δισ. συναλλαγών που γίνονται στην Ε.Ε., εάν δεν είναι ήδη ύποπτος ο δράστης.
Εάν είναι γνωστός στις αρχές τυχόν περιορισμός στη χρήση μετρητών δεν θα αλλάξει κάτι, ενώ αντιθέτως θα ταλαιπωρήσει και θα περιορίσει την οικονομική ελευθερία και το θεμελιώδες δικαίωμα στην ιδιωτικότητα εκατομμυρίων πολιτών, δικαίωμα που προστατεύεται ρητά με το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Χάρτας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ECHR).
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση που αφορά τη συσχέτιση των CPLs με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς. Οπως και σε κάθε κατασταλτικού τύπου μέτρο, έτσι και τα CPLs εφαρμόζονται ήδη σε χώρες με υψηλή φοροδιαφυγή όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Ιταλία. Ειδικά στην περίπτωση της Πορτογαλίας και της Γαλλίας, η παραοικονομία αυξήθηκε μετά τη θέσπιση CPLs. Αντιθέτως σε καμία ευρωπαϊκή χώρα με χαμηλά ποσοστά φοροδιαφυγής (Ελβετία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο) δεν υπάρχει περιορισμός στη χρήση μετρητών στις πληρωμές. Χαρακτηριστική, αν και εκτός Ε.Ε., είναι η περίπτωση της Ιαπωνίας, μία χώρα με ελάχιστη φοροδιαφυγή, όπου παραμένει συνήθης η αγορά π.χ. ενός ακριβού αυτοκινήτου με μετρητά.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος, η τραγική για τη χώρα και την οικονομία επιβολή των capital controls οδήγησε σε διπλασιασμό των αγορών με χρεωστικές/πιστωτικές κάρτες από 4,4% κατά μέσον όρο το 2010-2014 σε 11,2% κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016, αλλά και σε αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ λόγω της βελτίωσης της συμμόρφωσης. Η μελέτη εκτιμά ότι τα έσοδα από ΦΠΑ αυξάνονται κατά το μάλλον υψηλό ποσοστό του 1% για κάθε αντιστοίχως 1% αύξησης της συμμετοχής των καρτών στις πληρωμές.
Στη μελέτη της ΤτΕ γίνεται αναφορά στη μόνη εμπειρική έρευνα για τις επιπτώσεις του μείγματος πληρωμών στα φορολογικά έσοδα (Madzharova, 2014), η οποία συνδέει τη χρήση μετρητών με τη φοροδιαφυγή, χωρίς όμως να διαπιστώνει ευεργετικά αποτελέσματα στα δημόσια έσοδα από τη χρήση καρτών. Η πολιτική της «συμμόρφωσης με το στανιό» και του συνεχούς περιορισμού της προσωπικής (ιδιωτικότητα) και οικονομικής (capital controls, υποχρεωτική χρήση POS & καρτών) ελευθερίας των πολιτών σε συνδυασμό με ένα παράλογο φορολογικό πλαίσιο μόνο βραχυπρόθεσμα μπορεί να αποδώσει, ενώ ενδεχομένως οδηγεί σε μείωση των μελλοντικών εσόδων σε όρους καθαράς παρούσας αξίας. Παρενθετικώς η μελέτη της ΤτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση μείωσης του σημερινού συντελεστή ΦΠΑ θα αυξηθούν τα έσοδα.
Η λύση δεν μπορεί να αναζητηθεί στα κατασταλτικά μέτρα, τις δημεύσεις, τις αθρόες κατασχέσεις κλπ. αλλά σε ένα φορολογικό σύστημα που θα επιτρέπει στον πολίτη κατ’ αρχήν να επιβιώνει, αλλά και να δρέπει τους κόπους των προσπαθειών του γιατί αλλιώς είτε θα φοροδιαφύγει είτε θα φύγει από τη χώρα ή εάν δεν μπορεί να κάνει τίποτα από τα δύο θα σταματήσει –αναγκαστικά– να πληρώνει φόρους. Το γεγονός ότι όσο χαμηλότερη είναι η φοροδιαφυγή σε μία χώρα τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός ελευθερίας των πολιτών και αντιστοίχως λιγότερα τα αναγκαστικά μέτρα, δεν είναι τυχαίο. Αντιθέτως η σημερινή πολιτική της κυβέρνησης, ΑΑΔΕ και δανειστών, που προσποιούνται ότι το πρόβλημα συμμόρφωσης έγκειται στη δυστροπία των οφειλετών-φορολογουμένων και όχι στο γεγονός ότι το φορολογικό πλαίσιο είναι εκτός λογικής (βλ. ληξιπρόθεσμα & ποσοστό εισπραξιμότητας των φόρων), οδηγεί σε εξαιρετικά επικίνδυνο θεσμικά περιορισμό των ατομικών ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
* Δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 20ης Αυγούστου της Καθημερινής
Σε ό,τι αφορά την τρομοκρατία δεν προκύπτει κάποια σχέση των CPLs με τον περιορισμό της, δεδομένου ότι οι περισσότερες επιθέσεις είναι χαμηλού κόστους (το 75% στοιχίζει λιγότερο από 10.000 ευρώ) και χρηματοδοτούνται από νόμιμες πηγές οι οποίες είναι αδύνατον να εντοπισθούν π.χ. μεταξύ των περισσότερων από 110 δισ. συναλλαγών που γίνονται στην Ε.Ε., εάν δεν είναι ήδη ύποπτος ο δράστης.
Εάν είναι γνωστός στις αρχές τυχόν περιορισμός στη χρήση μετρητών δεν θα αλλάξει κάτι, ενώ αντιθέτως θα ταλαιπωρήσει και θα περιορίσει την οικονομική ελευθερία και το θεμελιώδες δικαίωμα στην ιδιωτικότητα εκατομμυρίων πολιτών, δικαίωμα που προστατεύεται ρητά με το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Χάρτας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ECHR).
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση που αφορά τη συσχέτιση των CPLs με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς. Οπως και σε κάθε κατασταλτικού τύπου μέτρο, έτσι και τα CPLs εφαρμόζονται ήδη σε χώρες με υψηλή φοροδιαφυγή όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Ιταλία. Ειδικά στην περίπτωση της Πορτογαλίας και της Γαλλίας, η παραοικονομία αυξήθηκε μετά τη θέσπιση CPLs. Αντιθέτως σε καμία ευρωπαϊκή χώρα με χαμηλά ποσοστά φοροδιαφυγής (Ελβετία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο) δεν υπάρχει περιορισμός στη χρήση μετρητών στις πληρωμές. Χαρακτηριστική, αν και εκτός Ε.Ε., είναι η περίπτωση της Ιαπωνίας, μία χώρα με ελάχιστη φοροδιαφυγή, όπου παραμένει συνήθης η αγορά π.χ. ενός ακριβού αυτοκινήτου με μετρητά.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος, η τραγική για τη χώρα και την οικονομία επιβολή των capital controls οδήγησε σε διπλασιασμό των αγορών με χρεωστικές/πιστωτικές κάρτες από 4,4% κατά μέσον όρο το 2010-2014 σε 11,2% κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016, αλλά και σε αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ λόγω της βελτίωσης της συμμόρφωσης. Η μελέτη εκτιμά ότι τα έσοδα από ΦΠΑ αυξάνονται κατά το μάλλον υψηλό ποσοστό του 1% για κάθε αντιστοίχως 1% αύξησης της συμμετοχής των καρτών στις πληρωμές.
Στη μελέτη της ΤτΕ γίνεται αναφορά στη μόνη εμπειρική έρευνα για τις επιπτώσεις του μείγματος πληρωμών στα φορολογικά έσοδα (Madzharova, 2014), η οποία συνδέει τη χρήση μετρητών με τη φοροδιαφυγή, χωρίς όμως να διαπιστώνει ευεργετικά αποτελέσματα στα δημόσια έσοδα από τη χρήση καρτών. Η πολιτική της «συμμόρφωσης με το στανιό» και του συνεχούς περιορισμού της προσωπικής (ιδιωτικότητα) και οικονομικής (capital controls, υποχρεωτική χρήση POS & καρτών) ελευθερίας των πολιτών σε συνδυασμό με ένα παράλογο φορολογικό πλαίσιο μόνο βραχυπρόθεσμα μπορεί να αποδώσει, ενώ ενδεχομένως οδηγεί σε μείωση των μελλοντικών εσόδων σε όρους καθαράς παρούσας αξίας. Παρενθετικώς η μελέτη της ΤτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση μείωσης του σημερινού συντελεστή ΦΠΑ θα αυξηθούν τα έσοδα.
Η λύση δεν μπορεί να αναζητηθεί στα κατασταλτικά μέτρα, τις δημεύσεις, τις αθρόες κατασχέσεις κλπ. αλλά σε ένα φορολογικό σύστημα που θα επιτρέπει στον πολίτη κατ’ αρχήν να επιβιώνει, αλλά και να δρέπει τους κόπους των προσπαθειών του γιατί αλλιώς είτε θα φοροδιαφύγει είτε θα φύγει από τη χώρα ή εάν δεν μπορεί να κάνει τίποτα από τα δύο θα σταματήσει –αναγκαστικά– να πληρώνει φόρους. Το γεγονός ότι όσο χαμηλότερη είναι η φοροδιαφυγή σε μία χώρα τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός ελευθερίας των πολιτών και αντιστοίχως λιγότερα τα αναγκαστικά μέτρα, δεν είναι τυχαίο. Αντιθέτως η σημερινή πολιτική της κυβέρνησης, ΑΑΔΕ και δανειστών, που προσποιούνται ότι το πρόβλημα συμμόρφωσης έγκειται στη δυστροπία των οφειλετών-φορολογουμένων και όχι στο γεγονός ότι το φορολογικό πλαίσιο είναι εκτός λογικής (βλ. ληξιπρόθεσμα & ποσοστό εισπραξιμότητας των φόρων), οδηγεί σε εξαιρετικά επικίνδυνο θεσμικά περιορισμό των ατομικών ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
* Δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 20ης Αυγούστου της Καθημερινής
Ετικέτες
CPLs,
troika,
θεσμοί,
Υπουργείο Οικονομικών,
Φοροδιαφυγή,
Φορολογία,
Φορολογικό σύστημα
Saturday, August 12, 2017
Μία Κυριακή στο Τόκιο
Μοιάζει με ανέκδοτο αλλά όταν σπούδαζα, πριν από δύο δεκαετίες, στην Ιαπωνία συγκατοικούσα με έναν Ιταλό, έναν Ισπανό και έναν Ιρλανδό. Μέναμε σε μία μεγάλη μονοκατοικία με κήπο, κάτι εξόχως σπάνιο για το Τόκιο. Το ενοίκιο ήταν, σχετικά, χαμηλό επειδή το σπίτι ήταν δυτικού τύπου και δεν έβρισκε ενοικιαστές αφού το χρηματιστήριο είχε ήδη ξεφουσκώσει (δέκα ακριβώς χρόνια πριν την αντίστοιχη ελληνική περίπτωση) και μαζί του ο αριθμός των ξένων στελεχών που ζούσαν στη χώρα στους οποίους απευθυνόταν. Προφανώς κανείς ντόπιος δεν το ήθελε χωρίς ιαπωνικό μπάνιο και τατάμι (ψάθα) στο πάτωμα και έτσι το πήραμε εμείς κοψοχρονιά. Ο Ιταλός και ο Ιρλανδός είχαν ζήσει κατά το παρελθόν στην χώρα και την αγαπούσαν πολύ, ενώ ο Ισπανός μοναδικό στόχο είχε να επιστρέψει στην Βαρκελώνη με το μεγαλύτερο μέρος της υποτροφίας του ανέπαφο (ήμασταν όλοι υπότροφοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) για να αγοράσει σπίτι. Γι’αυτό δεν ακολουθούσε ποτέ ενώ η μόνη απόπειρα προσέγγισης των ιαπωνικών πραγμάτων που έκανε, ήταν να γραφτεί σε μία σχολή καράτε –είχε φέρει μαζί του και την ειδική στολή- αλλά έφαγε τόσο ξύλο που τα παράτησε μετά το δεύτερο μάθημα παρά το ότι είχε πληρώσει όλο τον μήνα. Αντιθέτως, εμείς οι υπόλοιποι λατρέψαμε τη χώρα και ζούσαμε σε κάποιο βαθμό ως Ιάπωνες και όχι ως «γκάϊτζιν», δηλαδή ξένοι. Τις Κυριακές βρισκόμασταν καμιά φορά στο Χαρατζούκου, στο θαυμάσιο πάρκο Γιογιόγκι όπου είναι χτισμένος ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους Σιντοϊστικούς ναούς, αφιερωμένος στον Αυτοκράτορα Μέϊτζι. Προφανώς δεν πηγαίναμε για προσκηνηματικούς λόγους, παρά το γεγονός ότι στην είσοδό του Μέϊτζι-Τζίνγκου υπάρχουν δεκάδες τεράστια και υπέροχα αισθητικά βαρέλια γεμάτα σάκε υψηλής ποιότητος αλλά και δυτικού τύπου γεμάτα από κρασί Βουργουνδίας που άρεσε στον συγχωρεμένο τον Μέιτζι. Ακόμη και σήμερα οι παμπόνηροι Βουργουνδοί εν οίνω αδελφοί μου, στέλνουν κάθε χρόνο καμιά διακοσαριά μπουκάλια δώρο στο ναό. Δυστυχώς αυτοί οι μοναδικοί πειρασμοί δεν αφορούν τους επισκέπτες, οπότε εμείς πηγαίναμε στο Γιογιόγκι για να δούμε πως ξεδίνουν οι ντόπιοι. Εκεί κάθε Κυριακή η αστυνομία κλείνει τον δρόμο στα αυτοκίνητα και στήνονται διάφορες μουσικές σκηνές με λόγιο πρόγραμμα όπως πάνκ, μέταλ, χιπ χοπ, σκληρό ροκ και ότι άλλο μπορεί να βάλει ο νους (χωρίς υπερβολή, μέχρι χορό της κοιλιάς). Εκεί συχνάζει και το Ροκαμπίλι κλαμπ της Ιαπωνικής πρωτεύουσας με αποτέλεσμα μετά από μισή ώρα να είναι κανείς σίγουρος ότι ο Έλβις ήταν Γιαπωνέζος και έχει τουλάχιστον τριακόσια εγγόνια. Όσο διαρκεί το ταρατατζούμ το όλο σκηνικό δεν διαφέρει από αντίστοιχα events σε οποιαδήποτε πρωτεύουσα του κόσμου ενώ το αλκόολ ρέει άφθονο κυρίως με την μορφή της γενικώς εξαιρετικής ιαπωνικής μπίρας. Η διαφορά του Τόκιο από π.χ. το Άμστερνταμ, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη κλπ είναι ότι στις πεντέμισι ακριβώς σταματάει η μουσική και πανκ, φρικιά, ροκαμπίλι, μπέλι ντάνσερς, θεατές και περιπατητές πιάνουν σκούπες, φαράσια και σκουπιδοσακούλες και καθαρίζουν σχολαστικά τον δρόμο. Όταν η αστυνομία τον παραδίδει εκ νέου στην κυκλοφορία δεν υπάρχει τίποτε που να θυμίζει όσα συνέβησαν εκεί τις προηγούμενες ώρες. Πολλά δε εκ των φρικιών βγάζουν την περούκα και την στολή και την άλλη μέρα παρουσιάζονται με το κοστουμάκι ή το ταγεράκι τους στη δουλειά. Την επόμενη Κυριακή, φτου και από την αρχή.
Βασίλης Μασσέλος
Βασίλης Μασσέλος
* φιλοξενήθηκε στο "Κ" της Καθημερινής της 31.7.2017
Subscribe to:
Posts (Atom)