Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρόσφατα τις προδιαγραφές για τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών των επιχειρήσεων με το Taxisnet, μέτρο το οποίο, σύμφωνα με το αρμόδιο υπουργείο, έχει ως στόχο την καταβολή και είσπραξη του ΦΠΑ στον πραγματικό χρόνο συναλλαγής. Η τελευταία αυτή «καινοτομία» του υπουργείου Οικονομικών έρχεται να προστεθεί σε πληθώρα παλαιότερων όπως π.χ. οι φορολογικοί μηχανισμοί, οι ταμειακές μηχανές με φορολογική μνήμη, οι υποχρεωτικές δίγραμμες επιταγές, το τρύπημα των τιμολογίων, ο ΚΒΣ (Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων) και άλλες πρακτικές καμία από τις οποίες δεν έφερε κάποιο θετικό αποτέλεσμα κατά της φοροδιαφυγής η οποία εξακολουθεί να ανθεί στη χώρα μας.
Αναρωτιέμαι εάν οι επιτελείς του υπουργείου Οικονομικών προβληματίζονται από το γεγονός ότι χώρες με πολύ μικρή φοροδιαφυγή δεν καταφεύγουν σε τέτοιου είδους μέτρα, τα οποία κατά κανόνα ταλαιπωρούν και αυξάνουν το διαχειριστικό κόστος στους συνεπείς χωρίς όμως να λειτουργούν αποτρεπτικά για τους ασυνεπείς. Αντιθέτως στο παρελθόν, στις ελάχιστες περιπτώσεις που το κράτος έδειξε εμπιστοσύνη στους φορολογούμενους π.χ. με την κατάργηση της αποστολής των αποδείξεων στις ΔΟΥ και των θεωρήσεων σε επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω του 1 δισ. δραχμών, δεν υπήρξε καμία απολύτως ένδειξη κατάχρησής της. Αντιθέτως υπήρξε τεράστια ελάφρυνση των υπηρεσιών του υπουργείου από πλευράς φόρτου εργασίας.
Η εμπειρία από τους φορολογικούς μηχανισμούς είναι μάλλον αρνητική αφού πέρα από την ευκαιρία που έδωσαν/δίνουν στους ελεγκτές να βεβαιώνουν τυπικά πρόστιμα σε δεκάδες περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε καμία απολύτως φοροδιαφυγή, μάλλον δεν βοήθησαν στην περιστολή της. Για τον απλούστατο λόγο ότι όταν κάποιος εκ συστήματος δεν εκδίδει τιμολόγιο, τότε δεν θα το εκδώσει ασχέτως εάν τυπικά απαιτείται τρύπημα, θεώρηση ή οποιοδήποτε άλλο ξεπερασμένο μέτρο διασφάλισης της «εγκυρότητάς του». Εάν τελικώς εφαρμοστεί το μέτρο των διασυνδεδεμένων ταμειακών μηχανών το μόνο που θα επιτύχει είναι να κάνει πλουσιότερους τους εισαγωγείς και συντηρητές τους, το καρτέλ των οποίων χρεώνει σήμερα το αστρονομικό ποσό των 300 ευρώ για μία μνήμη φορολογικού μηχανισμού που «χωρά» ελάχιστα Kilobytes.
To πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς εμπλεκόμενος στο φορολογικό σύστημα, είτε πρόκειται για φορολογούμενο πολίτη, επιχείρηση, ακόμη και για τις ίδιες τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών που θα ισχυρισθεί ότι το υφιστάμενο πλαίσιο είναι απλό, δίκαιο η αποτελεσματικό.
Ωστόσο, παρά την πανθομολογούμενη αθλιότητά του, το πρόβλημα του φορολογικού συστήματος είναι κατ’ αρχήν λειτουργικό και δευτερευόντως ζήτημα σχεδιασμού. Ακόμη και το καλύτερο και πλέον ισορροπημένο θεσμικό πλαίσιο θα αποτύχει εάν τα συμφέροντα και κατά συνέπεια οι συμπεριφορές όλων των εμπλεκομένων δηλαδή της πολιτικής ηγεσίας, του ελεγκτικού μηχανισμού, των επιχειρήσεων και των φορολογουμένων δεν είναι πλήρως ευθυγραμμισμένες. Το μεγαλύτερο εμπόδιο σήμερα προκειμένου να επιτευχθεί τούτο είναι η διαφθορά. Η δαιμονοποιηθείσα και εκτεταμένη φοροδιαφυγή είναι μία μόνο όψη ενός ιδιαίτερα σύνθετου φαινομένου το οποίο περιλαμβάνει την αδιαφανή χρηματοδότηση πολιτικών και κομμάτων και την εκτεταμένη δωροδοκία-δωροληψία αξιωματούχων. Η οικονομική συμπεριφορά πολιτών και επιχειρήσεων, είτε αφορά νόμιμες είτε παράνομες συναλλαγές, είναι εκ των πραγμάτων ορθολογική άρα τόσο η φοροδιαφυγή όσο και η γενικότερη διαφθορά υπάρχουν απλούστατα γιατί συμφέρουν τους επιδιδόμενους σε αυτές.
Ετσι, αντί μιας ακόμη αποσπασματικής παρέμβασης, όπως αυτή των διασυνδεδεμένων ταμειακών μηχανών, πρέπει να εφαρμοστεί ένα εθνικό πρόγραμμα κατά της διαφθοράς. Προφανώς ένα σωστά σχεδιασμένο, εκ του μηδενός, φορολογικό σύστημα θα είναι αναπόσπαστο μέρος αυτού του ευρύτερου προγράμματος. Οι μεγαλύτερες τομές ενός εθνικού προγράμματος κατά της διαφθοράς πρέπει να γίνουν στο δημόσιο και κυρίως στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Η θέσπιση μιας ανεξάρτητης ελεγκτικής αρχής, χωρίς μονιμότητα, με καλές αμοιβές, χρονικά περιορισμένη θητεία και ασφυκτικό έλεγχο των οικονομικών όσων υπηρετούν σε αυτήν θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα. Στόχος του μηχανισμού δεν θα πρέπει να είναι τα έσοδα καθαυτά αλλά η επίτευξη καθολικής σχεδόν συμμόρφωσης επιχειρήσεων και πολιτών με το νέο δίκαιο, απλό και ισορροπημένο φορολογικό πλαίσιο. Το σημερινό σύστημα ελέγχου με το οποίο φοριέται βιαίως το ίδιο «κουστούμι» σε κάθε επιχείρηση και φορολογούμενο, λίγο πολύ ανεξαρτήτως του εισοδήματός του και του βαθμού στον οποίο έχει φοροδιαφύγει, δεν προάγει τη νομιμότητα.
Το Εθνικό Πρόγραμμα κατά της διαφθοράς θα πρέπει να προβλέπει ένα πλέγμα μηχανισμών που θα ελέγχουν και θα ελέγχονται με απόλυτα στεγανά μεταξύ των δύο ιδιοτήτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το υπουργείο Οικονομικών προχώρησε πέρσι σε σύσταση της δικής του Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων παρά το γεγονός ότι η αντίστοιχη υπηρεσία της Αστυνομίας είχε πολύ καλές επιδόσεις και το σοβαρό πλεονέκτημα ότι ελεγκτής και ελεγχόμενος υπάγοντο σε διαφορετικά υπουργεία. Ουδείς και για κανένα λόγο δεν θα εξαιρείται του ελέγχου είτε πρόκειται για πολιτικά κόμματα, την εκκλησία, τους ΟΤΑ, τον στρατό, τους πολιτικούς, τους συνδικαλιστές, τις τράπεζες, τα media και όσους σήμερα απολαμβάνουν στην πράξη ειδικής μεταχείρισης. Ο έλεγχος των εμπορικών τραπεζών από την ανεξάρτητη και έχουσα την απαραίτητη τεχνογνωσία Blackrock είναι ένα καλό παράδειγμα απόφασης προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η διαφθορά μπορεί να εξυπηρετεί τους πολιτικούς όταν χρηματοδοτεί τις προεκλογικές τους εκστρατείες και το lifestyle τους αλλά τους φέρνει σε απόγνωση όταν συμπιέζει τα φορολογικά έσοδα. Σε αντίθεση όμως με τη χοληστερίνη δεν υπάρχει καλή και κακή διαφθορά. Ετσι εάν θέλουμε να αντιμετωπιστεί η καταστροφική για τη χώρα φοροδιαφυγή οφείλουμε, αντί να αναζητούμε λύσεις στη διασύνδεση της ταμειακής μηχανής του τυροπιτάδικου της γωνίας με το taxisnet, να αποφασίσουμε ως κοινωνία εάν θα συνεχίσουμε να ανεχόμαστε τη διαφθορά.
*δημοσιεύθηκε στο φύλλο της "Καθημερινής" της 25.08.2012