Monday, November 28, 2016

Τα κριτήρια στελέχωσης της βρετανικής υπηρεσίας εσόδων



Με αφορμή την ανακοίνωση των μελών της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία από τον Ιανουάριο του 2017 θα διαδεχθεί τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, θα ήταν χρήσιμη μια σύγκριση με τη σύνθεση της, επίσης ανεξάρτητης, Βρετανικής (Υπηρεσίας) Εσόδων & Τελωνείων (HMRC) όπως αυτή παρουσιάζεται στην επίσημη ιστοσελίδα της.


Το διοικητικό συμβούλιο της HMRC διορίζεται από τη βασίλισσα και αποτελείται από τρία εκτελεστικά μέλη και πέντε ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη. Ο επικεφαλής των μη εκτελεστικών μελών «μαζί με το διοικητικό συμβούλιο προκαλεί και συμβουλεύει» [τη διοίκηση] «σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της στρατηγικής των HMRC, συμπεριλαμβανόμενης και της παρακολούθησης των επιδόσεων της υπηρεσίας σε σχέση με το επιχειρησιακό της σχέδιο». Ο επικεφαλής των μη εκτελεστικών μελών κ. Μπάρλοου ήταν, έως το 2008, ανώτατο στέλεχος σε μεγάλη ελεγκτική εταιρεία.


Ως μη εκτελεστικά μέλη υπηρετούν επίσης η κ. Μπόλντουιν, που έχει διατελέσει αντιπρόεδρος και επικεφαλής διεθνών δραστηριοτήτων σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, ο κ. Ουόλκερ, τέως διευθυντής ανθρώπινου δυναμικού των Βρετανικών Αερογραμμών και της Anglo-American, ο κ. Ρίκετς, εν ενεργεία διευθυντής Πληροφορικής της Ρολς Ρόις και ο κ. Γουίτινγκ με καριέρα σε μεγάλη ελεγκτική εταιρεία αλλά και στο Ινστιτούτο Φορολογίας, ο οποίος μάλιστα έχει ταυτόχρονα και την ευθύνη του γραφείου απλοποίησης της φορολογίας. Κοινό χαρακτηριστικό των μελών είναι ότι προέρχονται όλοι από τον ιδιωτικό τομέα όπου, πλην ενός που παραμένει ενεργός, τελείωσαν την καριέρα τους σε πολύ υψηλές διοικητικές θέσεις. Δύο μόνο έχουν άμεση σχέση με τα φορολογικά, ενώ τα υπόλοιπα μέλη κομίζουν πολύ μεγάλη εμπειρία στους τομείς διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού, διεθνών δραστηριοτήτων και πληροφορικής, σε μεγάλους και πολύ μεγάλους οργανισμούς.


Στο σημείο αυτό αξίζει να δει κανείς το προφίλ των μελών της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Πρόκειται για την κ. Κωστελέτου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικονομικών του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), τον κ. Κωτσόγιαννη καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Εξετερ (Exeter) του Ηνωμένου Βασιλείου με σημαντικό έργο σε φορολογικά ζητήματα, την κ. Τρούλη, λέκτορα Αστικού Δικαίου της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, τον κ. Βλάμη, ερευνητή στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με ειδίκευση στη χρηματοοικονομική ανάλυση και τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κ. Θεοδωρακόπουλο. Πλην του κ. Κωτσόγιαννη, το σύνολο των μελών εργάζεται στον δημόσιο τομέα. Σε αντίθεση με το δ.σ. των HMRC, όπου δεν συμμετέχει κανείς νομικός ή πανεπιστημιακός, την ελληνική αρχή στελεχώνουν τέσσερις ακαδημαϊκοί και δύο νομικοί (η κ. Τρούλη έχει και τις δύο ιδιότητες).


Τα μέλη της ΑΑΔΕ είναι κατά μέσον όρο πολύ νεότερα ηλικιακώς σε σχέση με αυτά των HMRC όπου όλοι, πλην του διευθυντού Πληροφορικής της Ρολς Ρόις, έχουν ευδοκίμως τερματίσει τη σταδιοδρομία τους, εξασφαλίζοντας εν πολλοίς προστασία από ενδεχόμενες εξωτερικές πιέσεις αλλά και πιθανή σύγκρουση συμφερόντων. Στην περίπτωση της ΑΑΔΕ προβληματίζει σημαντικά τόσο η σχετική έλλειψη εμπειρίας σε επιχειρησιακά ζητήματα όπως η διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού, η διοίκηση και η πληροφορική όσο και η παντελής απουσία στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα. Με άλλα λόγια, πέρα από το σοβαρό ζήτημα της εμπειρίας τα ενδιαφερόμενα μέλη (stakeholders) δεν εκπροσωπούνται, με αποτέλεσμα ένα κλειστό θεσμικά σχήμα, το οποίο πιθανώς να δυσκολευθεί να συνδράμει στη βελτίωση της απόδοσης της Αρχής αλλά και να διασφαλίσει μεσοπρόθεσμα την ίδια την αμεροληψία και την ανεξαρτησία της. Δεδομένου ότι η παραοικονομία στην Αγγλία βρίσκεται, σε αντίθεση με την Ελλάδα, σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και το φορολογικό της σύστημα εξασφαλίζει έσοδα χωρίς να πλήττει την ανταγωνιστικότητα των εταιρειών και της ίδιας της οικονομίας, ίσως θα έπρεπε να διδαχθούμε από τις επιλογές της Αυτού Μεγαλειότητος για τη στελέχωση του δ.σ. των Εσόδων και των Τελωνείων της.

Sunday, August 21, 2016

Σοβαρά δομικά προβλήματα καθηλώνουν τις εξαγωγές


Π​ρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, που δημοσιεύθηκε στο οικονομικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος τον περασμένο μήνα, προκρίνει πολύ σωστά τη δημιουργία/υποστήριξη νέων επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό ως κρίσιμο στόχο πολιτικής. Παρότι οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι η ανάπτυξη των εξαγωγών αποτελεί τη μοναδική ίσως λύση για να εξέλθει η χώρα από την κρίση, το θέμα ουδόλως απασχόλησε τόσο την παρούσα όσο και τις προηγούμενες «μνημονιακές» κυβερνήσεις. Η ολοκληρωμένη στρατηγική προώθησης των ελληνικών εξαγωγών που παρέδωσε το ολλανδικό υπουργείο Οικονομικών στην ελληνική κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 2012, μία πραγματικά εξαιρετική δουλειά, σκονίζεται σε κάποιο συρτάρι. Ομοίως οι πάντες αδιαφόρησαν για τη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «Ο γρίφος των χαμένων εξαγωγών της Ελλάδος», που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2014. Χρησιμοποιώντας ένα εξειδικευμένο οικονομετρικό μοντέλο (Gravity model), οι ερευνητές υπολόγισαν την αξία των «χαμένων» εξαγωγών της χώρας, δηλαδή τη διαφορά αυτών που εξάγουμε σήμερα σε σχέση με αυτά τα οποία θα έπρεπε να πουλάμε στο εξωτερικό, σε 17 δισ. περίπου, δηλαδή πολύ περισσότερα απ’ όσα εισπράττουμε ετησίως από τον τουρισμό. Το ποσό αυτό είναι σήμερα μεγαλύτερο γιατί οι εξαγωγές έχουν εν τω μεταξύ μειωθεί σημαντικά, κυρίως εξαιτίας των κεφαλαιακών περιορισμών. Δεν είναι τυχαίο ότι βαφτίσαμε τον τουρισμό «βαριά βιομηχανία» σε μια προσπάθεια ωραιοποίησης της κατάντιας μας.

Παρότι η εμπειρική μελέτη του ΙΟΒΕ εστιάζει στις νέες επιχειρήσεις, το γεγονός ότι βάζει το θέμα «στο τραπέζι» είναι καλοδεχούμενο. Στόχος της εν λόγω μελέτης είναι «η διατύπωση προτάσεων πολιτικής για την ενίσχυση της επιχειρηματικής εξωστρέφειας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας». Μεταξύ των διαπιστώσεων περιλαμβάνονται, πρώτον, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν εδραιωθεί στον κλάδο τους (σ.σ. κάτι μάλλον δύσκολο για νέες επιχειρήσεις) τείνουν να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη διείσδυση σε αγορές εκτός των συνόρων και, δεύτερον, ότι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων αποτελούν η ρευστότητα και οι περιορισμένες υποχρεώσεις προς τρίτους (αναγνωρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς την απόλυτη πιστωτική ασφυξία στη χώρα μας). Οι προτάσεις στις οποίες καταλήγει η μελέτη περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των συμβουλευτικών δομών και την αποτελεσματική παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών στο πεδίο της μεταφοράς πληροφοριών και γνώσης, την ανάπτυξη στρατηγικών σχεδίων δράσης, την αξιοποίηση εργαλείων δικτύωσης, την εξάλειψη νομικών εμποδίων και την ενημέρωση για πιθανούς τρόπους χρηματοδότησης (sic). Μεταξύ άλλων θεωρεί χρήσιμη και την κατάρτιση ενός πρακτικού οδηγού για τη δραστηριοποίηση εκτός Ελλάδος.

Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που να διαφωνεί με τη χρησιμότητα των προτάσεων, ειδικά εάν αυτές αφορούσαν μία άλλη χώρα. Ο Ελληνας εξαγωγέας όμως πρέπει να ανταγωνιστεί στον σκληρό διεθνή στίβο, πληρώνοντας τριπλάσια επιτόκια σε σχέση με τους Γερμανούς, πολύ ακριβότερο ρεύμα, υψηλότατους και απρόβλεπτους φόρους και δυσβάστακτο γραφειοκρατικό κόστος. Πρέπει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας εξαιτίας της κατάστασης των ελληνικών τραπεζών και της αρνητικής πιστωτικής επέκτασης, της απροθυμίας των ξένων προμηθευτών να παράσχουν πιστώσεις –ειδικά μετά την τραγωδία της επιβολής κεφαλαιακών περιορισμών– αλλά και εξαιτίας της καθυστέρησης με την οποία το υπουργείο Οικονομικών επιστρέφει τον ΦΠΑ, στραγγαλίζοντας έτσι τις μόνες επιχειρήσεις που μπορούν να κρατήσουν ζωντανή την ελληνική οικονομία. Ακόμη και οι σχετικά λίγες επιχειρήσεις που μπορούν να ξεπεράσουν αυτές τις αντιξοότητες και να πετύχουν, θα αντιμετωπίσουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο φορολογίας που θα τις οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, είτε σε μετεγκατάσταση είτε σε λύσεις (νόμιμης) φοροαποφυγής, όπως έχουν ήδη κάνει όλες οι μεγάλες εξωστρεφείς εταιρείες.

Δυστυχώς τόσο το ΙΟΒΕ όσο και η ΤτΕ, με τη στήριξη της οποίας πραγματοποιήθηκε η εργασία, αγνόησαν «τον ελέφαντα στο δωμάτιο». Οσο το πελατειακό κράτος εξακολουθεί να προσπαθεί να διατηρηθεί βραχυπρόθεσμα εν ζωή, φορολογώντας μέχρις εξαφανίσεως τις επιχειρήσεις και υιοθετώντας μία ολοένα και πιο εχθρική στάση προς την επιχειρηματικότητα, ούτε η βελτίωση των εξαγωγών, ούτε η ανάπτυξη, ούτε η έξοδος από την κρίση θα έλθουν. Το πρόβλημα είναι δομικής φύσεως και δεν αντιμετωπίζεται με την «ανάπτυξη των συμβουλευτικών δομών και την αποτελεσματική παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών», αλλά με τη ριζική αναδιάρθρωση του κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος που θα επιτρέψει τη φορολογική ελάφρυνση και την προσέλκυση επενδύσεων.

Βασίλης Μασσέλος

Δημοσιεύθηκε στην  "Κυριακάτικη Καθημερινή" της 21ης Αυγούστου 2016

Saturday, July 16, 2016

Δεν σας έκανα εγω υπόδειξη στη δουλειά σας κύριε!


Πρόσφατα χρειάστηκε να μπώ εποχούμενος στην οδό Λεωχάρους, μετά από ένα εταιρικό bbq στην ταράτσα της Νότα, για να παραλάβω δύο από τους καλεσμένους ώστε να τους πάω στα σπίτια τους. Παρενθετικώς ο συγκεκριμένος δρόμος δεν ξεπερνά τα 250 μέτρα σε μήκος ενώ κοντά στο τέλος του βρίσκεται το αστυνομικό τμήμα (Η Νότα είναι στο τρίτο κτίριο από την αρχή του). Είχα λοιπόν σταματήσει για να φορτώσω (όπως λένε και οι ταρίφες) όταν κάποιος αρχίσει να μου φωνάζει να κάνω όπισθεν. Συνειδοτοποίησα ότι α) ο κάποιος ήταν αστυνομικός σε περιπολικό που είχε σταματήσει πίσω μου και β) ότι στο τμήμα είχαν κλείσει τον δρόμο τοποθετώντας ειδικά πλαστικά τοιχία (αυτά που κανονικά γεμίζουν με νερό) μπροστά από αυτό.

Μοιράστηκα λοιπόν με τον όργανο, ευγενικά και στον πληθυντικό αριθμό, την παρατήρηση ότι όταν θέλουν να κλείνουν την Λεωχάρους καλό είναι να τοποθετούν τα εμπόδια στην είσοδο του δρόμου στην διασταύρωση με την Πραξιτέλους και όχι μπροστά στο τμήμα για να λάβω την απάντηση "εγώ δε σας έκανα υπόδειξη για την δουλειά σας κύριε".

Εδώ θυμάται κανείς τον Κονδύλη που έγραφε

"Το γεγονός ότι η μεγάλη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων όλων των βαθμίδων προερχόταν από στρώματα καθυστερημένα από πολιτισμική άποψη είχε σοβαρές επιπτώσεις στο ποιόν του κρατικού μηχανισμού, του οποίου η λειτουργία πρόσκοπτε αδιάκοπα όχι μόνο στην αγραμματοσύνη, τη στενοκεφαλιά, την κουτοπονηριά ή τη συμπλεγματικότητα, αλλά επίσης στην ανυπέρβλητη ανικανότητα του μέσου υπαλλήλου να προσανατολίσει τη δραστηριότητά του σε απρόσωπες, γενικές, αφηρημένες αρχές.."

Δεδομένου ότι, σε κάθε δουλειά, η υπόδειξη είναι εργαλείο βελτίωσης και προόδου είναι πολύ κρίμα ένα νέο παιδί να αντιδρά έτσι σε μία καλοπροαίρετη και καθ'όλα σωστή παρατήρηση. Δυστυχώς στην αστυνομία, τα χαρακτηριστικά που εύστοχα αποδίδει ο Κονδύλης σε οποιαδήποτε δημόσια υπερεσία, εμφανίζονται εντονότερα.

Monday, July 11, 2016

Η οικονομική ελευθερία, προϋπόθεση για να βγούμε από την κρίση

H Ελλάδα βρέθηκε φέτος στην 138η θέση μεταξύ 178 χωρών στον δείκτη οικονομικής ελευθερίας (Index of Economic Freedom) που δημοσιεύει η Wall Street Journal. Ο δείκτης καταρτίζεται κάθε χρόνο από το Heritage Foundation, ενώ η τελευταία έρευνα ολοκληρώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2015, χωρίς να προλάβει δηλαδή να συνυπολογίσει την επίπτωση των κεφαλαιακών περιορισμών. Η Ελλάδα, δυστυχώς, βρίσκεται 108 θέσεις πίσω από την Μποτσουάνα (30ή), 96 πίσω από την Κύπρο (42η) και 59 πίσω από την Τουρκία (79η). Σημειωτέον ότι η επίδοση της χώρας μας επιδεινώνεται συνεχώς κατά την τελευταία πενταετία.

Οπως αναφέρεται στον ιστότοπο του ιδρύματος: «Η οικονομική ελευθερία είναι το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ελέγχει την εργασία του/της και την περιουσία του/της. Σε μία ελεύθερη οικονομικά κοινωνία τα άτομα είναι ελεύθερα να εργαστούν, να παράγουν, να καταναλώνουν και να επενδύουν με όποιον τρόπο θέλουν, και οι κυβερνήσεις αφήνουν ελεύθερη τη διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων καθώς και την αγορά εργασίας και αποφεύγουν κάθε μορφή καταναγκασμού ή περιορισμού των ελευθεριών, πέραν της έκτασης κατά την οποία αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλισθεί η ελευθερία καθαυτή». Ο δείκτης οικονομικής ελευθερίας μίας χώρας εξαρτάται από την ποιότητα της δικαιοσύνης, την έκταση της διαφθοράς, την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την αποτελεσματικότητα του κράτους, την ποιότητα των θεσμών και την ελευθερία του επιχειρείν, της αγοράς εργασίας και κίνησης κεφαλαίων, καθώς και από την εμπορική και επενδυτική ελευθερία. Με την οικονομική ελευθερία συσχετίζονται θετικά η ανάπτυξη και η οικονομική και κοινωνική ευημερία μιας χώρας αλλά και ζητήματα όπως η υγεία των πολιτών, το περιβάλλον, ο κατά κεφαλήν πλούτος, η δημοκρατία και η καταπολέμηση της φτώχειας.

Η εξαιρετικά κακή επίδοση της Ελλάδας δεν είναι τυχαία. Για παράδειγμα, σε πρόσφατη εισήγησή του ο εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου πρότεινε να κριθεί ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα με το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προϋπόθεση να εγκρίνονται από το υπουργείο Εργασίας οι ομαδικές απολύσεις που προβλέπει ο νόμος 1287/1983. Στο σκεπτικό της εισήγησης αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Συγκεκριμένα, περιορίζοντας την ικανότητα των εργοδοτών να απολύουν τους εργαζομένους ομαδικά, η επίμαχη ρύθμιση προστατεύει φαινομενικά μόνο τους εργαζομένους. Κατ’ αρχάς, η προστασία είναι μόνο προσωρινή, έως ότου ο εργοδότης καταστεί αφερέγγυος. [..]. Από ιστορικής απόψεως, η ιδέα της τεχνητής διατηρήσεως των εργασιακών σχέσεων δίχως επαρκή οικονομικά θεμέλια έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει παταγωδώς σε ορισμένα πολιτικά συστήματα του παρελθόντος. Τούτο επιβεβαιώνει ότι, θεσπίζοντας μία αποτελεσματική αλλά και ευέλικτη προστατευτική διαδικασία, η οδηγία 98/59 παρέχει πραγματική προστασία στους εργαζομένους, ενώ ένα σύστημα προηγούμενης εγκρίσεως, όπως το επίμαχο, το οποίο καταφανώς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της, δεν το πράττει».

Δεν είναι όμως μόνον οι αγκυλώσεις που διατηρούνται στην αγορά εργασίας, ακόμη και μετά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει. Η κατάσταση χειροτερεύει ραγδαία στο πεδίο της Δικαιοσύνης –όπου έχουμε και τη χαμηλότερη επίδοση–, του κράτους-δικαίου και των θεσμών γενικά. Την ίδια στιγμή, ενόσω ισχύουν τα τραγικά για την οικονομία capital controls, νομοθετήθηκαν πρόσθετοι περιορισμοί στη χρήση μετρητών στις συναλλαγές. Σε αντίθεση με την επίσημη στόχευση αυτού του μέτρου, ο επακόλουθος περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας πιθανόν να ενισχύσει, τελικά, τη φοροδιαφυγή. Αυτό είναι ιδιαίτερα λυπηρό, δεδομένου ότι η φοροδιαφυγή δημιουργεί συνθήκες μη υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά, αφού οι επιχειρήσεις που τηρούν –με μεγάλη δυσκολία– τις υποχρεώσεις τους θα βρίσκονται πάντα σε δυσχερέστερη θέση σε σχέση με αυτές που δεν το κάνουν. Ετσι σταδιακά θα επιβεβαιωθεί ο παλιός νόμος των οικονομικών, που ορίζει ότι «το κακό χρήμα διώχνει το καλό» (νόμος του Gresham). Η παραοικονομία θα επικρατήσει και είναι πιθανόν προσωρινά να λειτουργήσει όπως η παράπλευρη κυκλοφορία που κρατάει ζωντανό τον ασθενή μετά το έμφραγμα.

Η λύση στο πρόβλημα της φοροδιαφυγής αλλά και της ανάπτυξης βρίσκεται σε ένα εντελώς νέο, δίκαιο, ρεαλιστικό και «έξυπνο» φορολογικό σύστημα. Αποσπασματικά, αστυνομικού τύπου, μέτρα, που προσπαθούν να επιτύχουν τη συμμόρφωση με τις εξωπραγματικές πλέον φορολογικές απαιτήσεις του κράτους, περιορίζουν ακόμη περισσότερο την οικονομική ελευθερία. Αυτό ίσως να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα σε επίπεδο εσόδων, καθιστώντας ταυτόχρονα ακόμα δυσκολότερη την προσέλκυση επενδύσεων που θα οδηγήσουν σε αύξηση των εξαγωγών, τη μόνη δηλαδή διέξοδο που έχουμε σήμερα για να βγούμε από την κρίση.

* φιλοξενήθηκε ευγενώς στην Οικονομική Καθημερινή της 9.7.2016

Wednesday, April 13, 2016

Φορολογική συμμόρφωση με κίνητρα αντί απειλών

Τα βόρεια σύνορα έκλεισαν εξίσου για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και η εξαγωγή κεφαλαίων δεν είναι πλέον ελεύθερη μετά το φιάσκο του περασμένου Ιουλίου, αλλά ακόμη ουδείς μπορεί να εμποδίσει το ογκούμενο ρεύμα Ελλήνων πολιτών και επιχειρήσεων που μεταναστεύουν νομίμως. Εκτιμάται ότι περισσότεροι από 300.000, κατά κανόνα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και ικανοτήτων, πολίτες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με χιλιάδες επιχειρήσεις. Οι τελευταίες κατευθύνονται κυρίως στη Βουλγαρία προκαλώντας την αντίδραση του γενικού γραμματέα Εσόδων, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα: «Εχουμε ήδη προγραμματίσει μια εκστρατεία επικοινωνίας για την ενημέρωση των φορολογουμένων για τα συστήματα και τα οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή (sic), με απώτερο στόχο να ενισχυθεί η οικειοθελής συμμόρφωση προς τις φορολογικές υποχρεώσεις στην Ελλάδα, μέσω της αποτροπής της χρήσης τέτοιων σχημάτων. Επόμενος στόχος μας είναι ο εντοπισμός των επίπλαστων καταστάσεων που ορισμένοι φορολογούμενοι δημιουργούν, εκμεταλλευόμενοι κατά τρόπο καταχρηστικό τις ελευθερίες που παρέχει το δίκαιο της Ε.Ε., αλλά και να εφαρμόσουμε τη φορολογική νομοθεσία, η οποία περιλαμβάνει προβλέψεις ακριβώς για την αντιμετώπιση τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών».

Σε ό,τι αφορά την –καταστροφική για τη χώρα, τις προοπτικές ανάπτυξης και τα φορολογικά έσοδα– μαζική έξοδο των ικανών Ελλήνων, οι οποίοι αξιοποιούν την ελευθερία εγκατάστασης που απολαμβάνουμε ως πολίτες της Ε.Ε., το υπουργείο Οικονομικών δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να την εμποδίσει. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότερες επιχειρήσεις που μετεγκαθίστανται ή μεταφέρουν μέρος της δραστηριότητάς τους στο εξωτερικό κατά κανόνα αποφεύγουν νομίμως την εξωπραγματική φορολογική επιβάρυνση της Ελλάδος, ενώ οι «επίπλαστες καταστάσεις» είναι ιδιαίτερα δύσκολο και απαγορευτικά δαπανηρό να «αντιμετωπισθούν» από τις φορολογικές αρχές. Ακομψες «λύσεις» όπως το άρθρο 21 του Ν.4321/21.3.2015 που ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να παρακρατούν φόρο επί των τιμολογίων που λάμβαναν από «μη συνεργάσιμες χώρες» αποδείχθηκαν μη εφαρμόσιμες τόσο πρακτικά όσο και λόγω του νομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της παρουσίας της τρόικας.

Μπορεί να υπάρχουν ενστάσεις στο μοντέλο του homo economicus, αλλά γενικώς τόσο οι πολίτες όσο και οι επιχειρήσεις συμπεριφέρονται ορθολογικά, δηλαδή επιλέγουν εν προκειμένω τον τόπο εγκατάστασης που τους συμφέρει. Για παράδειγμα, μια μεταποιητική επιχείρηση, που εξάγει από την Ελλάδα χρησιμοποιώντας εγχώριες πρώτες ύλες, γρήγορα θα βρεθεί σε αδιέξοδο ρευστότητας εξαιτίας των καθυστερήσεων στην επιστροφή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Μια αντίστοιχη μονάδα εγκατεστημένη στη γείτονα χώρα δεν χρειάζεται να καταβάλλει ΦΠΑ επί των ελληνικών πρώτων υλών που παραλαμβάνει με ενδοκοινοτική απόκτηση, ενώ η επιστροφή του φόρου που προκύπτει από τις εγχώριες προμήθειες γίνεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τα κέρδη φορολογούνται με συντελεστή που αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 του ελληνικού.

Υστερα από οκτώ χρόνια συνεχούς ύφεσης, κυρίως εξαιτίας της εξοντωτικής φορολογίας και της απροθυμίας για εξορθολογισμό του κόστους του κράτους και για μεταρρυθμίσεις, το οικονομικό επιτελείο και οι δανειστές θα έπρεπε να είχαν συνειδητοποιήσει τον αδιέξοδο χαρακτήρα της συνεχώς αυξανόμενης φορολογικής επιβάρυνσης όσων πολιτών και επιχειρήσεων μπορούν ακόμη να πληρώσουν. Η πολύ μεγάλη μείωση των καταθέσεων τον Ιανουάριο, παρά το καθεστώς των κεφαλαιακών περιορισμών, αλλά και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον απολογισμό της ΓΓΔΕ για τον περασμένο χρόνο, 4.305.153 μοναδικοί ΑΦΜ, ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του συνόλου, έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, δείχνει ότι σύντομα θα εξαντληθεί εντελώς η φοροδοτική ικανότητα φυσικών και νομικών προσώπων. Τότε θα είναι όμως αργά να αναταχθεί η οικονομία μέσω της μείωσης των κρατικών δαπανών και της αντίστοιχης μείωσης των αντιαναπτυξιακών φόρων. Το οικονομικό επιτελείο πρέπει να αναρωτηθεί γιατί η Κύπρος, όταν έγινε δεκτή στην Ε.Ε., επέλεξε να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές και για διατηρήσει, ως κυπριακές πλέον, τις υπεράκτιες εταιρείες που φιλοξενούσε, ενώ η Ιρλανδία αντιστάθηκε λυσσαλέα στις πιέσεις των δανειστών, κυρίως της Γερμανίας, να αυξήσει τη φορολογία στις επιχειρήσεις. Εμείς, αντιθέτως, φορολογούμε ενθουσιωδώς και αντιστεκόμαστε σθεναρά στη μείωση των δαπανών και των μισθολογικών και ασφαλιστικών προνομίων συγκεκριμένων ομάδων, το κόστος των οποίων περιμένουμε να πληρώσουν «οικειοθελώς» οι υπόλοιποι. Γι’ αυτό και τα φορολογικά υποζύγια συνεχώς μετεγκαθίστανται οικειοθελώς σε άλλες χώρες, οι οποίες απολαμβάνουν ακόπως «μέρισμα» από τα πολλά δισ. ευρώ που έχει επενδύσει η χώρα μας για να αναθρέψει και να εκπαιδεύσει τους Ελληνες οικονομικούς μετανάστες, αλλά και φορολογικά έσοδα από τις ελληνικές επιχειρήσεις που ξενιτεύθηκαν για να επιζήσουν. Για να επιστρέψουν, δεν αρκεί μια εκστρατεία επικοινωνίας ούτε απειλές για εφαρμογή της –γενικά κακής– φορολογικής νομοθεσίας, αλλά χρειάζεται, μεταξύ άλλων, ένα σταθερό και ανταγωνιστικό σε σχέση με τις γειτονικές χώρες φορολογικό σύστημα.

* Δημοσιεύθηκε στην Οικονομική Καθημερινή της 9.2.2016