Wednesday, May 09, 2018

Συνολική φορολογική ελάφρυνση αντί ειδικής μεταχείρισης

Σ​​ε ομιλία της στη Βουλή η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου αναφέρθηκε στην ανησυχία του υπουργείου για την εκρηκτική αύξηση των αποποιήσεων κληρονομιών και στο ότι εξετάζει μέτρα ανάσχεσής τους. Σημειωτέον ότι πέρα από τη μόνιμη απώλεια εσόδων, οι αποποιήσεις συνεπάγονται και έξοδα διαχείρισης για το Δημόσιο αλλά και σημαντικό κοινωνικό και πρακτικό κόστος, αφού τα ακίνητα των σχολαζουσών κληρονομιών κατά κανόνα ρημάζουν. Ετσι, η αρμόδια υφυπουργός υποσχέθηκε την αύξηση των δόσεων αποπληρωμής του αναλογούντος φόρου.

Ταυτόχρονα αναμένεται εγκύκλιος που θα ενεργοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 52 του ν. 4276/2014 σχετικά με τη δυνατότητα των κληρονόμων να τον εξοφλούν εκχωρώντας στο κράτος ένα ή περισσότερα κληρονομούμενα ακίνητα. Η ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι η συγκεκριμένη δυνατότητα θα αφορά μόνο «ολόκληρα αξιόλογα κληρονομιαία ή άλλα ακίνητα», καθώς και το ότι «σε καμία περίπτωση δεν αποδίδεται στον οφειλέτη η τυχόν διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου που προσφέρεται και του φόρου κληρονομιάς που οφείλεται».

Στην πράξη δηλαδή το αρμόδιο υπουργείο παραδέχεται ανοικτά ότι επιβαρύνει δυσανάλογα με ΕΝΦΙΑ και δεκάδες άλλους φόρους και τέλη, εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες «μη αξιόλογων» ακινήτων. Με άλλα λόγια, η ΑΑΔΕ δεν έχει κανένα πρόβλημα να υπολογίζει φόρους και επιβαρύνσεις με βάση υπέρογκες αξίες, αλλά όταν χρειαστεί να αποδεχθεί ένα ακίνητο έναντι φορολογικής οφειλής τότε, κατά τρόπο κυνικό και αμφιβόλου ηθικής, δέχεται μόνο τα «αξιόλογα». Ομοίως οι πλειστηριασμοί πλέον γίνονται στις εμπορικές τιμές, τις οποίες όμως ακόμη αδυνατεί να υπολογίσει σωστά το υπουργείο προκειμένου να επιβαρύνει ισορροπημένα τους ιδιοκτήτες. Την ίδια στιγμή οι τράπεζες ζήτησαν, δημοσίως και ανερυθρίαστα (ρεπορτάζ της κ. Ευγενίας Τζώρτζη στην «Κ» της 20.2.2018), να απαλλαγούν από τους φόρους που καταβάλλουν οι λοιποί πολίτες και επιχειρήσεις για τα ακίνητα δανειοληπτών που θα αποκτήσουν.

Πρόκειται για ακίνητα τα οποία θα εκπλειστηριάσουν και στη συντριπτική τους πλειονότητα θα αγοράσουν οι ίδιες, φοβούμενες ότι τυχόν μαζικές πωλήσεις σε τρίτους θα οδηγήσουν τις εμπορικές τιμές και την αντίστοιχη διασφαλιστική αξία των καλυμμάτων τους, σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα.

Συγκεκριμένα οι τράπεζες, ομοίως με τρόπο κυνικό και αμφιβόλου ηθικής, ζητούν την απαλλαγή τους από (ή τη μείωση) τον φόρο μεταβίβασης, από τα τέλη ακίνητης περιουσίας και από τον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ, ακριβώς δηλαδή τους φόρους που έχουν οδηγήσει τα ακίνητα πολλών δανειοληπτών στο σφυρί.

Κάτι τέτοιο είναι προφανώς αντίθετο σε θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος μεταξύ των οποίων και του άρθρου 4 που ορίζει ότι: «1. Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, 2. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις [...] και 5. Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Εκτός όμως από τα σοβαρά νομικά και ηθικά ζητήματα που προκύπτουν, έχουμε και στις δύο περιπτώσεις μία ιδιαίτερα μυωπική θεώρηση των προβλημάτων, αφού αυτά δεν είναι αυτοτελή αλλά απότοκα της εξωπραγματικής, βουλιμικής φορολογικής πολιτικής της χώρας, ιδιαίτερα ως προς τους φόρους και επιβαρύνσεις που συνδέονται με τα ακίνητα. Τόσο ο εκρηκτικά αυξανόμενος αριθμός των αποποιήσεων κληρονομιών όσο και η αδυναμία εκποίησης ακινήτων σε τρίτους από τις τράπεζες χωρίς να καταρρεύσουν οι ίδιες, προκαλούνται από ένα μη βιώσιμο φορολογικό σύστημα που καταστρέφει την οικονομία.

Η λύση δεν είναι στην εξασφάλιση ειδικής μεταχείρισης για την εφορία και τις τράπεζες εις βάρος πολιτών και επιχειρήσεων, αλλά η συνολική φορολογική ελάφρυνση με ταυτόχρονη μείωση των κρατικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, που θα επιτρέψουν στη χώρα να ανακάμψει οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά. Γενικά τα προνόμια και οι μονομερείς ρυθμίσεις, πέραν του ότι προσβάλλουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, έχουν ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στην ίδια την οικονομική ανάπτυξη και στη γενική ευημερία του τόπου. Στο γνωστό βιβλίο του Acemoglou «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» αναλύεται με τρόπο πειστικό η σημασία των ανοικτών θεσμών στην προκοπή μιας χώρας.

Τόσο στις προαναφερθείσες ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών όσο και στις προτάσεις των τραπεζών, έχουμε να κάνουμε με κλασικές περιπτώσεις αυτών που ο συγγραφέας ονόμασε «κλειστούς ή καταχρηστικούς θεσμούς» (στο πρωτότυπο αναφέρονται ως «extractive institutions»), οι οποίοι οδηγούν σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό μία χώρα. Δυστυχώς στην Ελλάδα, παρά το πρόγραμμα προσαρμογής και την όποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια, στο μέτωπο της ποιότητας των θεσμών μάλλον πήγαμε πίσω, με αποτέλεσμα η δημοσιονομική σταθεροποίηση να μην είναι στην πραγματικότητα βιώσιμη.

* φιλοξενήθηκε ευγενώς στην Καθημερινή της Κυριακής, της 6.5.2018

Όταν συνάντησα τον Bocuse

Για τους τυχερούς καλεσμένους στο L’ Abbaye de Collonges (σ.σ. χώρος δεξιώσεων που δημιούργησε ο Bocuse κοντά στο βραβευμένο εστιατόριό του, L’Auberge du Pont de Collonges), οι διαφορές της εκεί εμπειρίας από μια παράσταση όπερας ήταν μικρές. Πρώτα οι σερβιτόροι κατέβηκαν την επιβλητική σκάλα με άψογη χορογραφία κρατώντας τα φωτισμένα επιδόρπια και στη συνέχεια εισήλθε μεγαλοπρεπώς, με ένα ταρατατζούμ, ο πρωταγωνιστής. Μόνο που δεν ήταν κάποιος ονομαστός τενόρος ή βαρύτονος, αλλά ο Paul Bocuse, ο οποίος αναπλήρωνε τη μετριότητα του αναστήματός του με έναν πανύψηλο κατάλευκο σκούφο, όπως ο επίσης αείμνηστος Χριστόδουλος με το καλυμμαύχι. Η σύγκριση εν προκειμένω δεν είναι τυχαία, αφού ο Λιονέζος μάγειρας καθιερώθηκε να αποκαλείται διεθνώς «Πάπας της γαστρονομίας».

Η παρουσία του, αν και δεν έμοιαζαν, θύμιζε τον Λουί ντε Φινές. Είχαν και οι δύο την ίδια αστείρευτη ενέργεια, τη θεατρική κίνηση, το γυαλιστερό μάτι, το νεύρο, την παμπόνηρη φυσιογνωμία, με άλλα λόγια το προφίλ ενός σταρ του κινηματογράφου, και μάλιστα από τους άτακτους.

Όταν συνάντησα τον Bocuse, ήταν ήδη μεγάλος σε ηλικία, ενώ πολλοί νεότεροι σεφ, οι περισσότεροι εκτός Γαλλίας, τραβούσαν πλέον τα φώτα της δημοσιότητας. Παρέμενε όμως μια μεγάλη προσωπικότητα στον χώρο, που είχε αντιληφθεί και ανακαλύψει τη σημασία του branding αλλά και της εμπειρίας για τον πελάτη πολλές δεκαετίες πριν αρχίσει, π.χ., ο Μπλούμενταλ να πειραματίζεται με αέρια και να δίνει κασετοφωνάκι στον πελάτη για να ακούει ήχους της θάλασσας μαζί με τα θαλασσινά πιάτα.

Όταν πήρε τελικά πίσω, εν έτει 1966, το κτίριο που στέγαζε το πρώτο οικογενειακό εστιατόριο, το σημερινό Abbaye de Collonges που πλέον χρησιμοποείται για εκδηλώσεις, o Paul Bocuse γκρέμισε έναν τοίχο και βρήκε το Grand Limonaire, ένα τεράστιο αυτόματο όργανο-ορχήστρα με 860 αυλούς, 80 τρομπέτες, δύο κύμβαλα, ένα ξυλόφωνο και δύο ταμπούρλα. Το επισκεύασε και το έβαζε μπροστά κάθε φορά που είχε εκδήλωση στο μαγαζί, περιχαρής σαν μικρό παιδί που του χάρισαν μια ροκάνα. Γενικά η εμπειρία τόσο στο Auberge όσο και στο Abbaye έχει έντονο τον χαρακτήρα της υπερβολής αλλά και της σκηνοθετημένης παράστασης, ενίοτε κοντά ή και πέρα από τα όρια του κιτς. Ο συγχωρεμένος όμως είχε τον τρόπο να επιβάλλει τις ιδέες του αλλά και τις ιδιαιτερότητές του, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι εκτός από την επίσημη σύζυγο διατηρούσε, ταυτόχρονα και χωρίς να το κρύβει, δύο ερωμένες.

Ο Bocuse γέμιζε τον χώρο όπου βρισκόταν, ήταν το είδος της προσωπικότητας που οι Άγγλοσάξονες ευστόχως αποκαλούν «bigger than life». Τρίτη γενιά ταβερνιάρης, έμεινε πιστός στην περιοχή του παρά το ότι δραστηριοποιήθηκε και έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο. Πιστός τόσο από πλευράς γαστρονομικής –με τη σφραγίδα της λιονέζικης κουζίνας να παραμένει ανεξίτηλη στη δουλειά του– αλλά και γεωγραφικής, με τα περισσότερα εστιατόριά του να βρίσκονται εντός λίγων χιλιομέτρων από το οικογενειακό μαγαζί. Πέθανε εκεί, στο δωμάτιο όπου γεννήθηκε. «Όταν έρθει η ώρα», έγραφε στα απομνημονεύματά του, «θα καταλήξω και εγώ στον φούρνο. Θέλω οι στάχτες μου να σκορπιστούν στον [ποταμό] Σον, που περνάει μπροστά από το σπίτι μου. Είναι το ποτάμι της ζωής μου».

* δημοσιεύθηκε στον γαστρονόμο του Μαρτίου 2018