Wednesday, December 30, 2009

Περί στόχων


Το Υπουργείο Οικονομικών προτίθεται να θέσει στόχους είσπραξης στις εφορίες. Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε κάτι τέτοιο στα ρεπορτάζ από τους οικονομικούς εγκεφάλους που χειρίζονται –τόσο επιτυχημένα- τα δημόσια οικονομικά. Η έννοια των στόχων λειτουργεί εδώ και πολλές δεκαετίες στις πωλήσεις συνδέοντας πχ τις αμοιβές & τα bonus των πωλητών με την απόδοση τους . Έτσι εάν ένας πωλητής καταβάλλει σημαντική προσπάθεια, μεγιστοποιώντας τον τζίρο της περιοχής του και «πιάνοντας» τον στόχο του, εισπράττει και ανάλογη ανταμοιβή. Βέβαια το εάν θα κλείσει πωλήσεις η όχι εξαρτάται από την προετοιμασία που θα κάνει, από την ικανότητα του να πείσει τον πελάτη κλπ. Μ’ άλλα λόγια οι πωλητές –με ελάχιστες εξαιρέσεις αγορών ατελούς ανταγωνισμού- δεν μπορούν να εξαναγκάσουν τον πελάτη να αγοράσει. Παρενθετικώς στην Ιαπωνία μέλη των γκάνγκστερ της «Γιάκουζα» (ελληνιστί «Γιακουζιάρηδες») πωλούν δια της βίας μπανάνες στους περαστικούς τις οποίες χρεώνουν 30-50 φορές ακριβότερα το κιλό. Σε αντίθεση όμως με τους εμπορικούς πωλητές η «σημαδεμένη τράπουλα» με την οποία παίζουν οι εφοριακοί (δηλαδή το γεμάτο παγίδες φορολογικό σύστημα στις οποίες πέφτουν συλλήβδην φοροδιαφεύγοντες και μη) τους δίνει τη δυνατότητα να κυνηγούν τους στόχους με την ίδια μέθοδο που οι Γιακουζιάρηδες διαθέτουν τις μπανάνες. Εάν πρόκειται δε για στόχους βεβαίωσης –και όχι είσπραξης- φόρων τότε οι παρ’ ημίν Γιακουζιάρηδες βρίσκουν εταιρίες η επιτηδευματίες στο χείλος του γκρεμού και τους βεβαιώνουν φόρους και πρόστιμα για αρκετές γενιές (τα οποία βέβαια όλοι γνωρίζουν ότι δεν θα εισπραχθούν ποτέ). Αντί λοιπόν των αριθμητικών στόχων στις εφορίες είναι καλύτερα το Υπουργείο Οικονομικών να μοιράσει αυτοκόλλητους στόχους τους οποίους κάθε φορολογούμενος θα υποχρεούται να κολλά στην πλάτη του. Αντίστοιχα θα δίδονται αεροβόλα τύπου paintball στους εφοριακούς και για κάθε φορολογούμενο που πετυχαίνουν ο τελευταίος θα δίνει ένα συγκεκριμένο ποσό στο κρατικό ταμείο. Το σύστημα αυτό έχει επίσης το επιπρόσθετο πλεονέκτημα να αποκαθιστά σημειολογικώς την ισορροπία μεταξύ της μεθόδου είσπραξης και του τρόπου διάθεσης των κρατικών πόρων αφού πλέον και οι δυο διαδικασίες θα είναι εξίσου παρανοϊκές.

Wednesday, December 02, 2009

In which we call a rose

Ο Βάρδος είχε γράψει το περίφημο «αυτό που ονομάζουμε ρόδο θα εξακολουθεί να μυρίζει εξίσου γλυκά, καλούμενο με οποιοδήποτε άλλο όνομα». Στην Ελλάδα οι γνώστες του έργου του προφανώς σπανίζουν αφού συνήθως περιοριζόμαστε στην αλλαγή του ονόματος χωρίς να ασχολούμεθα καθόλου με την όζουσα σήψη του οργανισμού που μετονομάζουμε. Έτσι παρά το ότι σήμερα έχουμε Υπουργείο «προστασίας του πολίτη» το οικείο αστυνομικό μου τμήμα εξακολουθεί να αρνείται αυθαιρέτως να θεωρεί γνήσια υπογραφής και να μου κλείνει καθημερινά την είσοδο με παρανόμως σταθμευμένα υπηρεσιακά οχήματα. Η ΑΣΟΕΕ στην οποία σπούδασα μάλλον δεν βελτιώθηκε με την μετονομασία της σε ΟΠΑ, εκτός εάν θεωρούμε τον πρόσφατο ξυλοδαρμό καθηγητού ως μεταβολή επί τα βελτίω. Οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ παρά την μεταβολή του σε ΥπΕΕ, εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το προηγούμενο ισχυρό brand για να τρομοκρατούν τον κόσμο (στην αρχή οι περισσότεροι επιτηδευματίες ακούγοντας το «ΥΠΕΕ» νόμιζαν ότι επρόκειτο για κλιμάκιο της ΕΥΔΑΠ). Μπορεί κάθε αλλαγή ονόματος να εξυπηρετεί μια βραχύβια επικοινωνιακή σκοπιμότητα δεν βοηθά όμως καθόλου στην πραγματική βελτίωση της υποκείμενης κατάστασης. Αντιθέτως δημιουργεί σημαντικά και μάλιστα μη ανταποδοτικά κόστη (όταν οι αεροπορικές εταιρείες αλλάζουν εταιρική ταυτότητα προγραμματίζουν την αλλαγή σε ορίζοντα πενταετίας για να μην επιβαρύνουν δυσανάλογα τα αποτελέσματά τους) αλλά και παρανοήσεις αφού π.χ., είκοσι χρόνια μετά, το ΟΠΑ, προς αποφυγήν αυτών, εξακολουθεί να αναφέρεται ως «πρώην ΑΣΟΕΕ». Πότε τελικά θα συνειδητοποιήσουμε ότι όταν το προϊόν έχει χαλάσει δεν βοηθά η αλλαγή συσκευασίας και θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε με την μυρωδιά (η εν προκειμένω τη δυσοσμία) του ρόδου αντί του ονόματός του.
Βασίλης Μασσέλος