Οι παλαιότεροι θυμούνται ίσως τα πρώτα βήματα αποκέντρωσης της «μηχανογράφησης», όπως λεγόταν τότε, των Τραπεζών. Κατά τη δεκαετία του '80 οι τράπεζες συνέδεσαν σταδιακά τα υποκαταστήματά τους με κεντρικό υπολογιστή καταργώντας ταυτόχρονα την χειρόγραφη τήρηση των λογαριασμών των πελατών, η οποία γινόταν τοπικά. Για τον λόγο αυτό,πριν τη σύνδεση, κάθε πελάτης μπορούσε να πραγματοποιεί άμεσα συναλλαγές αποκλειστικά στο κατάστημα όπου τηρείτο ο λογαριασμός του, ενώ το βιβλιάριο καταθέσεων αποτελούσε βασικό αποδεικτικό στοιχείο. Παρά το γεγονός ότι ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός "μηχανογραφήθηκε" πολύ αργότερα, το Υπ.Οικ. ακολούθησε μια, εκ πρώτης όψεως ανεξήγητη, πρακτική. Επέλεξε να συνεχίσει την τοπική διαχείριση των μερίδων των φορολογουμένων, αυτοτελώς σε κάθε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, απόφαση που εξηγείται μόνο ιδωμένη από την πλευρά του πελατειακού κράτους και της διαφθοράς. Ακόμη και σήμερα, περισσότερες από τρεις δεκαετίες μετά την online διασύνδεση των υποκαταστημάτων των Τραπεζών σε ενιαίο σύστημα και παρά την πίεση της τρόικας, η αντίστοιχη προσπάθεια δεν έχει ολοκληρωθεί στις εφορίες. Γενικώς ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός συνεχίζει να λειτουργεί με ένα εξόχως αντιπαραγωγικό υβρίδιο χειρογράφων και ψηφιακών διαδικασιών, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό περιττές, απορροφούν τεράστιους πόρους σε, έστω μετρίου επιπέδου, ανθρώπινο δυναμικό και φέρνουν τους συναλλασσόμενους πολίτες σε απόγνωση. Μία απλή σύγκριση της εικόνας ενός υποκαταστήματος Τράπεζας και μίας Δ.Ο.Υ., η "δουλειά" των οποίων παρουσιάζει πολύ μεγάλες οργανωτικές και λειτουργικές ομοιότητες, θα πείσει και τον πιο δύσπιστο παρατηρητή για το βαθύτατο συστημικό πρόβλημα της εφορίας. Με τα ποσά τα οποία έχουν διατεθεί σε τεχνολογίες πληροφορικής κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών (κατά το παρελθόν "Πληροφορικών") Συστημάτων θα έπρεπε να βρίσκεται τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με τις αντίστοιχες υπηρεσίες άλλων χωρών μελών της Ευρωζώνης. Αντιθέτως σήμερα π.χ. χρειάζονται 3-4 ημέρες για να ενημερωθούν οι βάσεις δεδομένων του Taxis με τις πληρωμές που πραγματοποιούν πολίτες και επιχειρήσεις στις τράπεζες, μία διαδικασία η οποία θα έπρεπε γίνεται αυτόματα, σε πραγματικό χρόνο. Ακόμη και διασυνδεδεμένες Δ.Ο.Υ. επικοινωνούν μεταξύ τους με συστημένες επιστολές για διαδικασίες ”που δεν είναι ακόμη on-line”. Το Υπουργείο Οικονομικών, αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των core competencies, δηλαδή της βασικής ικανότητας του οργανισμού να εκτελέσει αποδοτικά το έργο του, αναπτύσσει αποσπασματικά, εισπρακτικής φύσεως εφαρμογές, όπως η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όταν την ίδια στιγμή, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι άγνωστο ως μέσο εξυπηρέτησης του πολίτη από την εφορία. Προβληματικές, κακοσχεδιασμένες, δυσλειτουργικές και με μέτριο επίπεδο διαθεσιμότητας είναι και οι διαδικτυακές εφαρμογές, τις οποίες αρκεί κανείς να συγκρίνει με οποιοδήποτε σύστημα ηλεκτρονικής τραπεζικής για να διαπιστώσει την υστέρησή τους. Συνολικά, από πλευράς θεσμικού πλαισίου, οργάνωσης, συστημάτων, επιχειρησιακής κουλτούρας και επιπέδου στελέχωσης (η “ανυπέρβλητη ανικανότητα του μέσου υπαλλήλου να προσανατολίσει τη δραστηριότητά του σε απρόσωπες, γενικές, αφηρημένες αρχές” για να θυμηθούμε τον Κονδύλη) είναι αμφίβολο εάν το υφιστάμενο σύστημα επιδέχεται αναδιοργάνωσης. ‘Ισως θα ήταν καλύτερα, αντί της ΕΡΤ, ο “ξαφνικός θάνατος” και η επανασύσταση να γινόταν στο Υπουργείο Οικονομικών. Με στόχο έναν νέο οργανισμό που να λειτουργεί με βάσει της αρχές της ισότητας, της δικαιοσύνης, της εξυπηρέτησης του πολίτη, της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και της αποδοτικότητας.
Saturday, February 08, 2014
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment