H νέα κυβέρνηση ευαγγελίζεται τη μείωση των φόρων και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, με στόχο την ανάπτυξη. Ωστόσο, πρόσφατο δημοσίευμα της «Καθημερινής» («Οι μειώσεις φόρων του 2020 στο εισόδημα και στα ακίνητα», 15.07.2019) αναφέρει ότι «σχεδιάζεται και η μείωση του ορίου χρήσης μετρητών. Το όριο των 500 ευρώ ενδεχομένως να διαφοροποιείται ανά κλάδο, ανάλογα με τον κίνδυνο για φοροδιαφυγή». Πέρα από τα μάλλον ανυπέρβλητα νομικά και πρακτικά προβλήματα που συνεπάγεται τυχόν διαφοροποίηση ανά κλάδο, το υφιστάμενο όριο είναι ήδη εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με τα ισχύοντα τόσο την Ε.Ε. όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες διεθνώς. Ερχεται μάλιστα σε αντίθεση με την εκπεφρασμένη πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία τον Ιούνιο του 2018 εγκατέλειψε οριστικά τα σχέδιά της για επιβολή CPLs (Cash Payments Limits – Ορια χρήσης μετρητών στις πληρωμές), έπειτα από μελέτη και διαβούλευση που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο. Η σχετική αναφορά της Κομισιόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η επιβολή ορίων στις πληρωμές τοις μετρητοίς είναι ευαίσθητο θέμα για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πολλοί από τους οποίους θεωρούν τη δυνατότητα πληρωμής σε μετρητά θεμελιώδη ελευθερία, η οποία δεν πρέπει να περιοριστεί δυσανάλογα [σ.σ. σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο επιβάλλεται]. Τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, στην οποία συμμετείχαν περισσότερα από 30.000 άτομα, είναι συντριπτικά: το 95% των ερωτηθέντων στο σύνολο της Ε.Ε. αλλά και στην Ελλάδα ήταν αντίθετοι στην επιβολή περιορισμών. Στην ερώτηση εάν υποθετικά επιβληθεί όριο πανευρωπαϊκά, ποιο θα έπρεπε είναι αυτό, οι περισσότεροι απάντησαν «υψηλότερο των 9.500 ευρώ».
Αντίστοιχα το 78% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι τυχόν επιβολή περιορισμών θα δημιουργήσει προσκόμματα στη λειτουργία τους λόγω, μεταξύ άλλων, του κόστους των εναλλακτικών τρόπων πληρωμής και του ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσουν πελάτες που επιμένουν να πληρώσουν με μετρητά. Συνολικά, η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων απάντησε ότι η επιβολή περιορισμών δεν δικαιολογείται σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (καταπολέμηση εγκληματικών δραστηριοτήτων, τρομοκρατίας ή φοροδιαφυγής). Ομοίως η μελέτη της Επιτροπής συμπέρανε ότι τα CPLs δεν μπορούν να αποτρέψουν τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών, ίσως όμως να είναι χρήσιμα στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Μία ακόμη σημαντική διαπίστωση είναι ότι οι διαφορές που παρατηρούνται σχετικά με τα CPLs στη νομοθεσία των κρατών-μελών στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και εντείνουν την άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι περιορισμοί στην πραγματικότητα ταλαιπωρούν τις συνεπείς επιχειρήσεις και τους πελάτες τους, χωρίς να δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα στους φοροδιαφεύγοντες, οι οποίοι προφανώς δεν καταγράφουν στα βιβλία τους εισπράξεις όταν δεν έχουν εκδώσει παραστατικό. Ιστορικά, τόσο η ΑΑΔΕ όσο και οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών αντιμετωπίζουν πολίτες και επιχειρήσεις εκ προοιμίου ως φοροφυγάδες και αναζητούν «λύσεις» στην κατεύθυνση του βάναυσου περιορισμού θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους (CPLs, υποχρεωτική χρήση POS, περιουσιολόγιο, τραπεζικό και φορολογικό απόρρητο). Αυτές οι αμφιβόλου αποτελεσματικότητος ρυθμίσεις ενδέχεται τελικά να περιορίζουν τα δημόσια έσοδα περιστέλλοντας την οικονομική δραστηριότητα. Το μόνο βέβαιο, πλην εξόχως αρνητικό, αποτέλεσμά τους είναι ο ιδιαίτερα επικίνδυνος περιορισμός της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών, που καθίστανται τελικά πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους.
Αντίστοιχα το 78% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι τυχόν επιβολή περιορισμών θα δημιουργήσει προσκόμματα στη λειτουργία τους λόγω, μεταξύ άλλων, του κόστους των εναλλακτικών τρόπων πληρωμής και του ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσουν πελάτες που επιμένουν να πληρώσουν με μετρητά. Συνολικά, η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων απάντησε ότι η επιβολή περιορισμών δεν δικαιολογείται σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (καταπολέμηση εγκληματικών δραστηριοτήτων, τρομοκρατίας ή φοροδιαφυγής). Ομοίως η μελέτη της Επιτροπής συμπέρανε ότι τα CPLs δεν μπορούν να αποτρέψουν τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών, ίσως όμως να είναι χρήσιμα στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Μία ακόμη σημαντική διαπίστωση είναι ότι οι διαφορές που παρατηρούνται σχετικά με τα CPLs στη νομοθεσία των κρατών-μελών στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και εντείνουν την άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι περιορισμοί στην πραγματικότητα ταλαιπωρούν τις συνεπείς επιχειρήσεις και τους πελάτες τους, χωρίς να δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα στους φοροδιαφεύγοντες, οι οποίοι προφανώς δεν καταγράφουν στα βιβλία τους εισπράξεις όταν δεν έχουν εκδώσει παραστατικό. Ιστορικά, τόσο η ΑΑΔΕ όσο και οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών αντιμετωπίζουν πολίτες και επιχειρήσεις εκ προοιμίου ως φοροφυγάδες και αναζητούν «λύσεις» στην κατεύθυνση του βάναυσου περιορισμού θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους (CPLs, υποχρεωτική χρήση POS, περιουσιολόγιο, τραπεζικό και φορολογικό απόρρητο). Αυτές οι αμφιβόλου αποτελεσματικότητος ρυθμίσεις ενδέχεται τελικά να περιορίζουν τα δημόσια έσοδα περιστέλλοντας την οικονομική δραστηριότητα. Το μόνο βέβαιο, πλην εξόχως αρνητικό, αποτέλεσμά τους είναι ο ιδιαίτερα επικίνδυνος περιορισμός της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών, που καθίστανται τελικά πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους.
* φολοξενήθηκε ευγενώς στο φύλο της 22.7.2019 της Καθημερινής