H Ελλάδα βρέθηκε φέτος στην 138η θέση μεταξύ 178 χωρών στον δείκτη οικονομικής ελευθερίας (Index of Economic Freedom) που δημοσιεύει η Wall Street Journal. Ο δείκτης καταρτίζεται κάθε χρόνο από το Heritage Foundation, ενώ η τελευταία έρευνα ολοκληρώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2015, χωρίς να προλάβει δηλαδή να συνυπολογίσει την επίπτωση των κεφαλαιακών περιορισμών. Η Ελλάδα, δυστυχώς, βρίσκεται 108 θέσεις πίσω από την Μποτσουάνα (30ή), 96 πίσω από την Κύπρο (42η) και 59 πίσω από την Τουρκία (79η). Σημειωτέον ότι η επίδοση της χώρας μας επιδεινώνεται συνεχώς κατά την τελευταία πενταετία.
Οπως αναφέρεται στον ιστότοπο του ιδρύματος: «Η οικονομική ελευθερία είναι το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ελέγχει την εργασία του/της και την περιουσία του/της. Σε μία ελεύθερη οικονομικά κοινωνία τα άτομα είναι ελεύθερα να εργαστούν, να παράγουν, να καταναλώνουν και να επενδύουν με όποιον τρόπο θέλουν, και οι κυβερνήσεις αφήνουν ελεύθερη τη διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων καθώς και την αγορά εργασίας και αποφεύγουν κάθε μορφή καταναγκασμού ή περιορισμού των ελευθεριών, πέραν της έκτασης κατά την οποία αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλισθεί η ελευθερία καθαυτή». Ο δείκτης οικονομικής ελευθερίας μίας χώρας εξαρτάται από την ποιότητα της δικαιοσύνης, την έκταση της διαφθοράς, την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την αποτελεσματικότητα του κράτους, την ποιότητα των θεσμών και την ελευθερία του επιχειρείν, της αγοράς εργασίας και κίνησης κεφαλαίων, καθώς και από την εμπορική και επενδυτική ελευθερία. Με την οικονομική ελευθερία συσχετίζονται θετικά η ανάπτυξη και η οικονομική και κοινωνική ευημερία μιας χώρας αλλά και ζητήματα όπως η υγεία των πολιτών, το περιβάλλον, ο κατά κεφαλήν πλούτος, η δημοκρατία και η καταπολέμηση της φτώχειας.
Η εξαιρετικά κακή επίδοση της Ελλάδας δεν είναι τυχαία. Για παράδειγμα, σε πρόσφατη εισήγησή του ο εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου πρότεινε να κριθεί ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα με το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προϋπόθεση να εγκρίνονται από το υπουργείο Εργασίας οι ομαδικές απολύσεις που προβλέπει ο νόμος 1287/1983. Στο σκεπτικό της εισήγησης αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Συγκεκριμένα, περιορίζοντας την ικανότητα των εργοδοτών να απολύουν τους εργαζομένους ομαδικά, η επίμαχη ρύθμιση προστατεύει φαινομενικά μόνο τους εργαζομένους. Κατ’ αρχάς, η προστασία είναι μόνο προσωρινή, έως ότου ο εργοδότης καταστεί αφερέγγυος. [..]. Από ιστορικής απόψεως, η ιδέα της τεχνητής διατηρήσεως των εργασιακών σχέσεων δίχως επαρκή οικονομικά θεμέλια έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει παταγωδώς σε ορισμένα πολιτικά συστήματα του παρελθόντος. Τούτο επιβεβαιώνει ότι, θεσπίζοντας μία αποτελεσματική αλλά και ευέλικτη προστατευτική διαδικασία, η οδηγία 98/59 παρέχει πραγματική προστασία στους εργαζομένους, ενώ ένα σύστημα προηγούμενης εγκρίσεως, όπως το επίμαχο, το οποίο καταφανώς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της, δεν το πράττει».
Δεν είναι όμως μόνον οι αγκυλώσεις που διατηρούνται στην αγορά εργασίας, ακόμη και μετά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει. Η κατάσταση χειροτερεύει ραγδαία στο πεδίο της Δικαιοσύνης –όπου έχουμε και τη χαμηλότερη επίδοση–, του κράτους-δικαίου και των θεσμών γενικά. Την ίδια στιγμή, ενόσω ισχύουν τα τραγικά για την οικονομία capital controls, νομοθετήθηκαν πρόσθετοι περιορισμοί στη χρήση μετρητών στις συναλλαγές. Σε αντίθεση με την επίσημη στόχευση αυτού του μέτρου, ο επακόλουθος περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας πιθανόν να ενισχύσει, τελικά, τη φοροδιαφυγή. Αυτό είναι ιδιαίτερα λυπηρό, δεδομένου ότι η φοροδιαφυγή δημιουργεί συνθήκες μη υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά, αφού οι επιχειρήσεις που τηρούν –με μεγάλη δυσκολία– τις υποχρεώσεις τους θα βρίσκονται πάντα σε δυσχερέστερη θέση σε σχέση με αυτές που δεν το κάνουν. Ετσι σταδιακά θα επιβεβαιωθεί ο παλιός νόμος των οικονομικών, που ορίζει ότι «το κακό χρήμα διώχνει το καλό» (νόμος του Gresham). Η παραοικονομία θα επικρατήσει και είναι πιθανόν προσωρινά να λειτουργήσει όπως η παράπλευρη κυκλοφορία που κρατάει ζωντανό τον ασθενή μετά το έμφραγμα.
Η λύση στο πρόβλημα της φοροδιαφυγής αλλά και της ανάπτυξης βρίσκεται σε ένα εντελώς νέο, δίκαιο, ρεαλιστικό και «έξυπνο» φορολογικό σύστημα. Αποσπασματικά, αστυνομικού τύπου, μέτρα, που προσπαθούν να επιτύχουν τη συμμόρφωση με τις εξωπραγματικές πλέον φορολογικές απαιτήσεις του κράτους, περιορίζουν ακόμη περισσότερο την οικονομική ελευθερία. Αυτό ίσως να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα σε επίπεδο εσόδων, καθιστώντας ταυτόχρονα ακόμα δυσκολότερη την προσέλκυση επενδύσεων που θα οδηγήσουν σε αύξηση των εξαγωγών, τη μόνη δηλαδή διέξοδο που έχουμε σήμερα για να βγούμε από την κρίση.
Οπως αναφέρεται στον ιστότοπο του ιδρύματος: «Η οικονομική ελευθερία είναι το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ελέγχει την εργασία του/της και την περιουσία του/της. Σε μία ελεύθερη οικονομικά κοινωνία τα άτομα είναι ελεύθερα να εργαστούν, να παράγουν, να καταναλώνουν και να επενδύουν με όποιον τρόπο θέλουν, και οι κυβερνήσεις αφήνουν ελεύθερη τη διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων καθώς και την αγορά εργασίας και αποφεύγουν κάθε μορφή καταναγκασμού ή περιορισμού των ελευθεριών, πέραν της έκτασης κατά την οποία αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλισθεί η ελευθερία καθαυτή». Ο δείκτης οικονομικής ελευθερίας μίας χώρας εξαρτάται από την ποιότητα της δικαιοσύνης, την έκταση της διαφθοράς, την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την αποτελεσματικότητα του κράτους, την ποιότητα των θεσμών και την ελευθερία του επιχειρείν, της αγοράς εργασίας και κίνησης κεφαλαίων, καθώς και από την εμπορική και επενδυτική ελευθερία. Με την οικονομική ελευθερία συσχετίζονται θετικά η ανάπτυξη και η οικονομική και κοινωνική ευημερία μιας χώρας αλλά και ζητήματα όπως η υγεία των πολιτών, το περιβάλλον, ο κατά κεφαλήν πλούτος, η δημοκρατία και η καταπολέμηση της φτώχειας.
Η εξαιρετικά κακή επίδοση της Ελλάδας δεν είναι τυχαία. Για παράδειγμα, σε πρόσφατη εισήγησή του ο εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου πρότεινε να κριθεί ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα με το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προϋπόθεση να εγκρίνονται από το υπουργείο Εργασίας οι ομαδικές απολύσεις που προβλέπει ο νόμος 1287/1983. Στο σκεπτικό της εισήγησης αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Συγκεκριμένα, περιορίζοντας την ικανότητα των εργοδοτών να απολύουν τους εργαζομένους ομαδικά, η επίμαχη ρύθμιση προστατεύει φαινομενικά μόνο τους εργαζομένους. Κατ’ αρχάς, η προστασία είναι μόνο προσωρινή, έως ότου ο εργοδότης καταστεί αφερέγγυος. [..]. Από ιστορικής απόψεως, η ιδέα της τεχνητής διατηρήσεως των εργασιακών σχέσεων δίχως επαρκή οικονομικά θεμέλια έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει παταγωδώς σε ορισμένα πολιτικά συστήματα του παρελθόντος. Τούτο επιβεβαιώνει ότι, θεσπίζοντας μία αποτελεσματική αλλά και ευέλικτη προστατευτική διαδικασία, η οδηγία 98/59 παρέχει πραγματική προστασία στους εργαζομένους, ενώ ένα σύστημα προηγούμενης εγκρίσεως, όπως το επίμαχο, το οποίο καταφανώς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της, δεν το πράττει».
Δεν είναι όμως μόνον οι αγκυλώσεις που διατηρούνται στην αγορά εργασίας, ακόμη και μετά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει. Η κατάσταση χειροτερεύει ραγδαία στο πεδίο της Δικαιοσύνης –όπου έχουμε και τη χαμηλότερη επίδοση–, του κράτους-δικαίου και των θεσμών γενικά. Την ίδια στιγμή, ενόσω ισχύουν τα τραγικά για την οικονομία capital controls, νομοθετήθηκαν πρόσθετοι περιορισμοί στη χρήση μετρητών στις συναλλαγές. Σε αντίθεση με την επίσημη στόχευση αυτού του μέτρου, ο επακόλουθος περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας πιθανόν να ενισχύσει, τελικά, τη φοροδιαφυγή. Αυτό είναι ιδιαίτερα λυπηρό, δεδομένου ότι η φοροδιαφυγή δημιουργεί συνθήκες μη υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά, αφού οι επιχειρήσεις που τηρούν –με μεγάλη δυσκολία– τις υποχρεώσεις τους θα βρίσκονται πάντα σε δυσχερέστερη θέση σε σχέση με αυτές που δεν το κάνουν. Ετσι σταδιακά θα επιβεβαιωθεί ο παλιός νόμος των οικονομικών, που ορίζει ότι «το κακό χρήμα διώχνει το καλό» (νόμος του Gresham). Η παραοικονομία θα επικρατήσει και είναι πιθανόν προσωρινά να λειτουργήσει όπως η παράπλευρη κυκλοφορία που κρατάει ζωντανό τον ασθενή μετά το έμφραγμα.
Η λύση στο πρόβλημα της φοροδιαφυγής αλλά και της ανάπτυξης βρίσκεται σε ένα εντελώς νέο, δίκαιο, ρεαλιστικό και «έξυπνο» φορολογικό σύστημα. Αποσπασματικά, αστυνομικού τύπου, μέτρα, που προσπαθούν να επιτύχουν τη συμμόρφωση με τις εξωπραγματικές πλέον φορολογικές απαιτήσεις του κράτους, περιορίζουν ακόμη περισσότερο την οικονομική ελευθερία. Αυτό ίσως να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα σε επίπεδο εσόδων, καθιστώντας ταυτόχρονα ακόμα δυσκολότερη την προσέλκυση επενδύσεων που θα οδηγήσουν σε αύξηση των εξαγωγών, τη μόνη δηλαδή διέξοδο που έχουμε σήμερα για να βγούμε από την κρίση.
* φιλοξενήθηκε ευγενώς στην Οικονομική Καθημερινή της 9.7.2016
No comments:
Post a Comment