Friday, April 11, 2014

Χάνουμε το στοίχημα των εξαγωγών

Ένα από τα ελάχιστα πράγματα στα οποία συμφωνούν οι οικονομολόγοι είναι ότι οι εξαγωγές αποτελούν τη μόνη πραγματική διέξοδο της χώρας από την κρίση. Ο τουρισμός ήδη συνεισφέρει καίρια στην οικονομία αλλά βρίσκεται ήδη σε ανεπτυγμένο, έστω άναρχα, επίπεδο με πολύ μικρότερα αναπτυξιακά περιθώρια σε σχέση με αυτά των εξαγωγών διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων. Παρά τη μείωση του εργασιακού κόστους και τη μερική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, οι εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας επιδεινώνονται συνεχώς.

Τα αίτια της πολύ κακής αυτής εξέλιξης μπορούν να αναζητηθούν στους παράγοντες που επηρεάζουν την διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής, εκτός βεβαίως των ισοτιμιών του ευρώ, οι οποίες όντως βρίσκονται σε επίπεδα δυσμενή για την ανάπτυξη των εξαγωγών, χωρίς όμως να μπορούμε να κάνουμε τίποτε για αυτό.

Έτσι πρώτη προτεραιότητα του οικονομικού επιτελείου θα έπρεπε να ήταν η βελτίωση των μεταβλητών από τις οποίες εξαρτάται η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων δηλαδή το εργασιακό κόστος και το σχετικό θεσμικό πλαίσιο, η ρευστότητα και το κόστος χρήματος, το κόστος της ενέργειας, η φορολογία και το κόστος της γραφειοκρατίας. Προφανώς η τεχνολογία, η καινοτομία και η γνώση διευκολύνουν την εξαγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία μπορούν ίσως να ξεπερνούν τις υφιστάμενες αγκυλώσεις. Ακόμη όμως και στην κατηγορία αυτή, που από μόνη της δεν μπορεί να μας βγάλει από την κρίση, κάθε βελτίωση στους παραπάνω τομείς θα οδηγήσει σε πολύ μεγάλες αυξήσεις στις εξαγωγές.

1. Το εργασιακό θεσμικό πλαίσιο είναι ίσως το μόνο πεδίο στο οποίο έχουν γίνει μεταρρυθμίσεις ώστε τόσο εργοδότες όσο και εργαζόμενοι να μην είναι όμηροι συνδικαλιστικών μειοψηφιών ή της παρωδίας «μεσολάβησης» που ίσχυε. Η εξαγγελθείσα κατάργηση των εισφορών υπέρ ανενεργών οργανισμών (επίδομα στράτευσης, ΛΑΕΚ, εργατική εστία & κατοικία κλπ) από την 1η Ιουλίου είναι επίσης σημαντικό βήμα. Ωστόσο παραμένουν υψηλά το μη μισθολογικό κόστος, το κόστος διαχείρισης, οι αποζημιώσεις απόλυσης καθώς και ο ρατσιστικός διαχωρισμός εργατών - υπαλλήλων ως προς το ύψος της αποζημίωσης, η απαγόρευση, πρακτικά, των ομαδικών απολύσεων και η -παρωχημένη- ασφυκτική εμπλοκή του κράτους στις σχέσεις εργοδότη-εργαζόμενου.


2. Η ρευστότητα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη των εξαγωγών. Το Υπουργείο Οικονομικών αντί να επιστρέφει άμεσα τον οφειλόμενο ΦΠΑ στους εξαγωγείς τον χρησιμοποιεί ως πηγή δωρεάν ρευστότητας για το ίδιο, με ολέθρια αποτελέσματα. Αυτό οδηγεί τις επιχειρήσεις στο κλείσιμο λόγω ασφυξίας, ενώ οι εξαγωγείς που αντέχουν ακόμη προτιμούν να αγοράζουν πρώτες ύλες από άλλες χώρες της Ε.Ε. αντί για ελληνικές αφού οι ενδοκοινοτικές αποκτήσεις δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ. Το κόστος χρήματος παραμένει εξαιρετικά υψηλό ενώ το μοντέλο των «συστημικών τραπεζών» έχει οδηγήσει στην δημιουργία ενός ολιγοπωλίου και μάλιστα νομίμως μετά την αναστολή ισχύος των Ευρωπαϊκών κανόνων περί συγκέντρωσης στον κλάδο (άρθρο 2 ΦΕΚ94/19.4.12). Την ίδια στιγμή τα εργαλεία για την χρηματοδότηση των εξαγωγέων δεν λειτουργούν στην πράξη. Στην τελευταία ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνεται ότι από τα 4,7 δις Ευρώ που είναι διαθέσιμα για προγράμματα χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τα υπόλοιπα συμβάσεων των Σεπτέμβριο του 2013 ήταν 364 εκατομμύρια, δηλαδή το 92% παρέμεναν αδιάθετα. Σε κάθε περίπτωση το κόστος χρήματος για τον Έλληνα εξαγωγέα είναι σήμερα τέσσερις φορές υψηλότερο από αυτό του Γερμανού συναδέλφου του.



3. Το κόστος ενέργειας θέτει αυτομάτως εκτός διεθνούς αγοράς το μεγαλύτερο μέρος της βαριάς βιομηχανίας, την κλωστοϋφαντουργία (την προηγούμενη εβδομάδα έκλεισε το μεγαλύτερο εργοστάσιο υφαντουργίας που λειτουργούσε στην Ελλάδα), πολλές επιχειρήσεις της ελαφράς βιομηχανίας ενώ γενικότερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην ανάπτυξη των εξαγωγών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είδε θετικά τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για την μείωση του κόστους ενέργειας στη βιομηχανία γιατί θεωρεί, σωστά, ότι συνιστούν στρέβλωση. Αντί να διορθωθούν οι σοβαρές εγγενείς στρεβλώσεις της αγοράς (λειτουργία της αγοράς θεσμικά, λεόντειες συμβάσεις με ιδιώτες παραγωγούς, υπέρογκο για τα σημερινά δεδομένα μισθολογικό και συνταξιοδοτικό κόστος της ΔΕΗ, διασύνδεση με νησιά) ώστε να μειωθεί το κόστος ρεύματος για όλους, η προσπάθεια αντιμετώπισης προσθέτει μία ακόμη στρέβλωση στις υφιστάμενες.



4. Η φορολογία στην Ελλάδα βρίσκεται σε μη βιώσιμα επίπεδα θυσιάζοντας, για κάθε ευρώ που εισπράττει τώρα το κράτος, πολύ μεγαλύτερα μελλοντικά φορολογικά έσοδα σε όρους καθαράς παρούσης αξίας. Οι φόροι που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις ασχέτως κερδών (τέλη επιτηδεύματος, φόροι ακινήτων κλπ) προστίθενται αυτούσιοι, μαζί με το εξαιρετικά υψηλό διαχειριστικό κόστος συμμόρφωσης (compliance cost), στην τιμή των προϊόντων μειώνοντας αντίστοιχα την ανταγωνιστικότητα. Την ίδια στιγμή η υψηλή φορολογία και η αβεβαιότητα σχετικά με αυτήν αποτελούν ίσως το σημαντικότερο εμπόδιο για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στην παραγωγή. Σε ότι αφορά το γραφειοκρατικό κόστος –τόσο σε χρήμα όσο και σε χρόνο- των εξαγωγών καθεαυτό έχουν γίνει σοβαρά βήματα με το «ηλεκτρονικό τελωνείο» ενώ η προσπάθεια της Συντονιστικής Επιτροπής για τη διευκόλυνση του διεθνούς εμπορίου (ΕΣΕ), που αποτελεί και μνημονιακή υποχρέωση κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Μένει να δούμε εάν θα καταργηθούν στην πράξη μη ανταποδοτικές, συντεχνιακού χαρακτήρα, επιβαρύνσεις όπως το ΔΕΤΕ, τα υποχρεωτικά «εργατικά» στα λιμάνια, τα πιστοποιητικά φυτοϋγείας κλπ.

Υπό τις παρούσες συνθήκες αντί τα αρμόδια υπουργεία να καυχώνται για το «πρωτογενές πλεόνασμα» και την «έξοδο στις αγορές» θα έπρεπε να είχαν ανησυχήσει σφόδρα για την φθίνουσα πορεία των εξαγωγών που είναι τελικά ο πραγματικός δείκτης υγείας της οικονομίας.

No comments:

Post a Comment