Wednesday, April 30, 2014

Η κατάργηση της υποχρεωτικής συνδρομής αναβαθμίζει τον θεσμό των επιμελητηρίων

Σε επιστολή της προς τον Υπουργό Οικονομικών η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων (ΚΕΕ) αναφέρει “ότι ο αγώνας που δίνει η επιμελητηριακή κοινότητα αποσκοπεί όχι σε προσωπικά ή συντεχνιακά οφέλη αλλά στην επιβίωση του συνόλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας, που δέχονται μια ανηλεή επίθεση από συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Με την κατάργηση της υποχρεωτικότητας τα επιμελητήρια αποδυναμώνονται οικονομικά και οδηγούνται σε αφανισμό, γεγονός που θα αποστερήσει κάθε μορφή εκπροσώπησης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και κατά συνέπεια φίμωσης της φωνής της”.

Είναι λυπηρό ότι ουδέποτε κάποια συντεχνία στην Ελλάδα είχε το θάρρος να πει ειλικρινώς ότι μάχεται για τα συμφέροντά της, αντί να προσπαθεί να πείσει ματαίως ότι το κάνει υπερασπιζόμενη αυτούς που κατά κανόνα ξεπουπουλιάζει, είτε πρόκειται για καταναλωτές ή/και επιχειρήσεις. Κάτι τέτοιο θα ήταν τίμιο και θεμιτό γιατί κάθε ομάδα συμφερόντων έχει από ηθικής πλευράς το δικαίωμα να αγωνίζεται, στα πλαίσια της νομιμότητας, για τα συμφέροντα των μελών της, εν προκειμένω τις διοικήσεις των και τους εργαζόμενους στα επιμελητήρια. Η επιστολή της ΚΕΕ αναφέρεται στην “ανηλεή (sic) επίθεση συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων» παρά το ότι τα ίδια επιμελητήρια εμφανώς συγκαταλέγονται μεταξύ των συμφερόντων αυτών, αφού αποσπούν χρήματα από τις επιχειρήσεις χωρίς καμία απολύτως ανταπόδοση.

Το γεγονός ότι τα επιμελητήρια ισχυρίζονται δημοσίως ότι η κατάργηση της υποχρεωτικότητας της συνδρομής θα τα οδηγήσει σε αφανισμό συνιστά ωμή παραδοχή του ότι δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Εάν όντως παρείχαν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και αποτελούσαν πραγματικά την «φωνή της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας» και όχι συγκεκριμένων πολιτικών συμφερόντων, τότε δεν θα είχαν απολύτως τίποτα να φοβηθούν. Κανείς λογικός επιχειρηματίας δεν θα διαγραφεί από κάποιο επιμελητήριο εάν πιστεύει ότι η αξία των υπηρεσιών που απολαμβάνει είναι μεγαλύτερη από το κόστος της ετήσιας συνδρομής σε αυτό.

Στον αντίποδα των παρασιτικών επιμελητηρίων βρίσκονται οι κλαδικοί σύνδεσμοι οι οποίοι ζουν αποκλειστικά από τις οικειοθελείς συνδρομές των μελών τους, από τις υπηρεσίες που παρέχουν επ’αμοιβή προς αυτά και από την υλοποίηση ανταγωνιστικών προγραμμάτων έρευνας & ανάπτυξης. Σε αντίθεση με τα επιμελητήρια τα οποία κατά κανόνα απολαμβάνουν μιας άτυπης προνομιακής πρόσβασης  σε τέτοια προγράμματα, οι κλαδικοί σύνδεσμοι πρέπει καθημερινά να ξεπερνούν εαυτούς προκειμένου να εξασφαλίσουν αντίστοιχες εγκρίσεις. Παρότι δεν έχουν εξασφαλισμένους πόρους, οι περισσότεροι κλαδικοί σύνδεσμοι έχουν επιβιώσει της παραλυτικής κρίσης στη χώρα μας όπου είχαμε μείωση του ΑΕΠ αντίστοιχου μεγέθους με αυτήν του κραχ του ’29 στην Αμερική, με αποτέλεσμα η  μείωση της ζήτησης να ξεπερνά το 70% σε ορισμένους κλάδους.  Στον κλάδο που έχω την τιμή να εκπροσωπώ, η συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών επέλεξε να διατηρήσει την ιδιότητα του μέλους, καταβάλλοντας οικειοθελώς το αντίστοιχο ποσό αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι τελικά τα μόνα επιμελητήρια που έχουν να φοβηθούν είναι αυτά που δεν παρέχουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στα μέλη τους.

*δημοσιεύθηκε στη στήλη "Γράμματα Αναγνωστών" της Καθημερινής της Κυριακής της 4.5.14

Saturday, April 19, 2014

"Κοινωνικό μέρισμα" - Ούτε κοινωνικό είναι ούτε μέρισμα.

Ο εμπνευστής του όρου "κοινωνικό μέρισμα" είναι προφανώς ταλαντούχος αφού δεν θα μπορούσε να περιγράψει με καλύτερες, επικοινωνιακά, λέξεις την "ψηφοθηρική μοιρασιά των κλοπιμαίων" όπως μεταφράζεται στην πραγματικότητα η εμπνευσμένη αυτή λογοπλασία. Κατ'αρχήν ο προσδιορισμός "κοινωνικό" αναμφισβήτητα δημιουργεί ωραία συναισθήματα ανθρωπιάς, αλληλοϋποστήριξης, αλληλεγγύης και απαλύνει τις ενοχές των "εχόντων" προς τους αναξιοπαθούντες.


Πόσο "κοινωνικό" είναι όμως το "βοήθημα"; Εάν λάβουμε υπόψη ότι προήλθε από την τρομακτική φορολόγηση του συνόλου του πληθυσμού μέσω του ΕΕΤΗΔΕ αλλά και της αύξησης του ΦΠΑ, δηλαδή πρακτικά το κράτος "τα πήρε από όλους", μηδενός εξαιρουμένου, θα ήταν πολύ δικαιότερο, αποτελεσματικότερο, κοινωνικά δίκαιο και ηθικότερο να είχε ελαφρύνει ισόποσα π.χ. το χαράτσι της ΔΕΗ στους ανέργους. Στην προκειμένη περίπτωση "τα πήρε από όλους" για να τα δώσει στο 10% του πληθυσμού με κριτήρια στα οποία ταιριάζει καλύτερα ο χαρακτηρισμός "ψηφοθηρικά" παρά "κοινωνικά". Το επίδομα στους ενστόλους, το οποίο πληροφορίες θέλουν να το τσεπώνουν και οι μη ένστολοι υπάλληλοι του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, είναι ιδιαίτερα άδικο αφού αμείβει, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ένα μικρό μέρος του πληθυσμού. Μεταξύ των ένστολων υπάρχουν χιλιάδες μάχιμοι που διακινδυνεύουν τη ζωή τους έναντι πινακίου φακής. Για κάθε έναν από αυτούς υπάρχουν τουλάχιστον πενταπλάσιοι ο οποίοι αμείβονται για να καταναλώνουν φραπέ, σε θέσεις ή/και σε στρατόπεδα τα οποία θα έπρεπε να έχουν καταργηθεί προ πολλού.


Η δεύτερη παραπλανητική λέξη είναι το "μέρισμα". Μερίδιο δηλαδή από τις προσόδους, από τα κέρδη μίας επιχείρισης ή τα θετικά αποτελέσματα μίας επένδυσης. Λέξη δηλαδή η οποία ουδόλως ταιριάζει στο προϊόν μίας άθλιας φορολογικής ληστείας η οποία έχει φέρει 2.000.000 πολίτες σε αδυναμία πληρωμής και έχει στείλει 1.500.000 εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα στην ανεργία. Μιας φορολογικής ληστείας η οποία στεγνώνει την οικονομία και στερεί από το κράτος πολλαπλάσια μελλοντικά φορολογικά έσοδα σε όρους καθαράς παρούσας αξίας για κάθε ευρώ που εισπράττεται τώρα. Το "μέρισμα" όχι μόνο δεν προήλθε από την ανάπτυξη και την παραγωγή πλούτου αλλά στην πράξη τις χαντάκωσε.

Αλλά με την συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων να πιστεύει ότι το Άγιο Φως αναβλύζει μόνο του, μία συγκεκριμένη μέρα τον χρόνο από ένα βράχο στην Ιερουσαλήμ γιατί να μην πιστέψει ότι η μοιρασιά των κλοπιμαίων από το 100% του πληθυσμού στο 10% αυτού είναι "κοινωνικό μέρισμα";

Friday, April 11, 2014

Χάνουμε το στοίχημα των εξαγωγών

Ένα από τα ελάχιστα πράγματα στα οποία συμφωνούν οι οικονομολόγοι είναι ότι οι εξαγωγές αποτελούν τη μόνη πραγματική διέξοδο της χώρας από την κρίση. Ο τουρισμός ήδη συνεισφέρει καίρια στην οικονομία αλλά βρίσκεται ήδη σε ανεπτυγμένο, έστω άναρχα, επίπεδο με πολύ μικρότερα αναπτυξιακά περιθώρια σε σχέση με αυτά των εξαγωγών διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων. Παρά τη μείωση του εργασιακού κόστους και τη μερική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, οι εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας επιδεινώνονται συνεχώς.

Τα αίτια της πολύ κακής αυτής εξέλιξης μπορούν να αναζητηθούν στους παράγοντες που επηρεάζουν την διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής, εκτός βεβαίως των ισοτιμιών του ευρώ, οι οποίες όντως βρίσκονται σε επίπεδα δυσμενή για την ανάπτυξη των εξαγωγών, χωρίς όμως να μπορούμε να κάνουμε τίποτε για αυτό.

Έτσι πρώτη προτεραιότητα του οικονομικού επιτελείου θα έπρεπε να ήταν η βελτίωση των μεταβλητών από τις οποίες εξαρτάται η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων δηλαδή το εργασιακό κόστος και το σχετικό θεσμικό πλαίσιο, η ρευστότητα και το κόστος χρήματος, το κόστος της ενέργειας, η φορολογία και το κόστος της γραφειοκρατίας. Προφανώς η τεχνολογία, η καινοτομία και η γνώση διευκολύνουν την εξαγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία μπορούν ίσως να ξεπερνούν τις υφιστάμενες αγκυλώσεις. Ακόμη όμως και στην κατηγορία αυτή, που από μόνη της δεν μπορεί να μας βγάλει από την κρίση, κάθε βελτίωση στους παραπάνω τομείς θα οδηγήσει σε πολύ μεγάλες αυξήσεις στις εξαγωγές.

1. Το εργασιακό θεσμικό πλαίσιο είναι ίσως το μόνο πεδίο στο οποίο έχουν γίνει μεταρρυθμίσεις ώστε τόσο εργοδότες όσο και εργαζόμενοι να μην είναι όμηροι συνδικαλιστικών μειοψηφιών ή της παρωδίας «μεσολάβησης» που ίσχυε. Η εξαγγελθείσα κατάργηση των εισφορών υπέρ ανενεργών οργανισμών (επίδομα στράτευσης, ΛΑΕΚ, εργατική εστία & κατοικία κλπ) από την 1η Ιουλίου είναι επίσης σημαντικό βήμα. Ωστόσο παραμένουν υψηλά το μη μισθολογικό κόστος, το κόστος διαχείρισης, οι αποζημιώσεις απόλυσης καθώς και ο ρατσιστικός διαχωρισμός εργατών - υπαλλήλων ως προς το ύψος της αποζημίωσης, η απαγόρευση, πρακτικά, των ομαδικών απολύσεων και η -παρωχημένη- ασφυκτική εμπλοκή του κράτους στις σχέσεις εργοδότη-εργαζόμενου.


2. Η ρευστότητα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη των εξαγωγών. Το Υπουργείο Οικονομικών αντί να επιστρέφει άμεσα τον οφειλόμενο ΦΠΑ στους εξαγωγείς τον χρησιμοποιεί ως πηγή δωρεάν ρευστότητας για το ίδιο, με ολέθρια αποτελέσματα. Αυτό οδηγεί τις επιχειρήσεις στο κλείσιμο λόγω ασφυξίας, ενώ οι εξαγωγείς που αντέχουν ακόμη προτιμούν να αγοράζουν πρώτες ύλες από άλλες χώρες της Ε.Ε. αντί για ελληνικές αφού οι ενδοκοινοτικές αποκτήσεις δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ. Το κόστος χρήματος παραμένει εξαιρετικά υψηλό ενώ το μοντέλο των «συστημικών τραπεζών» έχει οδηγήσει στην δημιουργία ενός ολιγοπωλίου και μάλιστα νομίμως μετά την αναστολή ισχύος των Ευρωπαϊκών κανόνων περί συγκέντρωσης στον κλάδο (άρθρο 2 ΦΕΚ94/19.4.12). Την ίδια στιγμή τα εργαλεία για την χρηματοδότηση των εξαγωγέων δεν λειτουργούν στην πράξη. Στην τελευταία ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνεται ότι από τα 4,7 δις Ευρώ που είναι διαθέσιμα για προγράμματα χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τα υπόλοιπα συμβάσεων των Σεπτέμβριο του 2013 ήταν 364 εκατομμύρια, δηλαδή το 92% παρέμεναν αδιάθετα. Σε κάθε περίπτωση το κόστος χρήματος για τον Έλληνα εξαγωγέα είναι σήμερα τέσσερις φορές υψηλότερο από αυτό του Γερμανού συναδέλφου του.



3. Το κόστος ενέργειας θέτει αυτομάτως εκτός διεθνούς αγοράς το μεγαλύτερο μέρος της βαριάς βιομηχανίας, την κλωστοϋφαντουργία (την προηγούμενη εβδομάδα έκλεισε το μεγαλύτερο εργοστάσιο υφαντουργίας που λειτουργούσε στην Ελλάδα), πολλές επιχειρήσεις της ελαφράς βιομηχανίας ενώ γενικότερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην ανάπτυξη των εξαγωγών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είδε θετικά τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για την μείωση του κόστους ενέργειας στη βιομηχανία γιατί θεωρεί, σωστά, ότι συνιστούν στρέβλωση. Αντί να διορθωθούν οι σοβαρές εγγενείς στρεβλώσεις της αγοράς (λειτουργία της αγοράς θεσμικά, λεόντειες συμβάσεις με ιδιώτες παραγωγούς, υπέρογκο για τα σημερινά δεδομένα μισθολογικό και συνταξιοδοτικό κόστος της ΔΕΗ, διασύνδεση με νησιά) ώστε να μειωθεί το κόστος ρεύματος για όλους, η προσπάθεια αντιμετώπισης προσθέτει μία ακόμη στρέβλωση στις υφιστάμενες.



4. Η φορολογία στην Ελλάδα βρίσκεται σε μη βιώσιμα επίπεδα θυσιάζοντας, για κάθε ευρώ που εισπράττει τώρα το κράτος, πολύ μεγαλύτερα μελλοντικά φορολογικά έσοδα σε όρους καθαράς παρούσης αξίας. Οι φόροι που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις ασχέτως κερδών (τέλη επιτηδεύματος, φόροι ακινήτων κλπ) προστίθενται αυτούσιοι, μαζί με το εξαιρετικά υψηλό διαχειριστικό κόστος συμμόρφωσης (compliance cost), στην τιμή των προϊόντων μειώνοντας αντίστοιχα την ανταγωνιστικότητα. Την ίδια στιγμή η υψηλή φορολογία και η αβεβαιότητα σχετικά με αυτήν αποτελούν ίσως το σημαντικότερο εμπόδιο για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στην παραγωγή. Σε ότι αφορά το γραφειοκρατικό κόστος –τόσο σε χρήμα όσο και σε χρόνο- των εξαγωγών καθεαυτό έχουν γίνει σοβαρά βήματα με το «ηλεκτρονικό τελωνείο» ενώ η προσπάθεια της Συντονιστικής Επιτροπής για τη διευκόλυνση του διεθνούς εμπορίου (ΕΣΕ), που αποτελεί και μνημονιακή υποχρέωση κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Μένει να δούμε εάν θα καταργηθούν στην πράξη μη ανταποδοτικές, συντεχνιακού χαρακτήρα, επιβαρύνσεις όπως το ΔΕΤΕ, τα υποχρεωτικά «εργατικά» στα λιμάνια, τα πιστοποιητικά φυτοϋγείας κλπ.

Υπό τις παρούσες συνθήκες αντί τα αρμόδια υπουργεία να καυχώνται για το «πρωτογενές πλεόνασμα» και την «έξοδο στις αγορές» θα έπρεπε να είχαν ανησυχήσει σφόδρα για την φθίνουσα πορεία των εξαγωγών που είναι τελικά ο πραγματικός δείκτης υγείας της οικονομίας.