Η 16η Δεκεμβρίου ήταν μια πολύ κρύα μέρα στη Νέα Υόρκη, πολύ περισσότερο στο κοιμητήριο του City Island που βρέχεται από τον ωκεανό. Όποιος βρισκόταν εκεί γύρω στις δέκα το πρωί θα έβλεπε δεκάδες ανθρώπους να τραγουδούν αυθόρμητα άριες γύρω από έναν ανοικτό τάφο, καθυστερώντας θαυμάσια την ολοκλήρωση της θλιβερής τελετής. Η ποιότητα των φωνών και ο άριστος συντονισμός τους δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για επαγγελματίες της λυρικής τέχνης. Όταν δεν άντεξαν άλλο τη παγωνιά αποχαιρέτησαν, φανερά συγκινημένοι, τον φίλο και δάσκαλό τους με το ντουέτο Libiamo ne' lieti calici (ας πιούμε), το γνωστό brindisi της Τραβιάτας του Βέρντι. Ήταν η αυλαία για τον σπουδαίο Tony Amato ιδρυτή και ψυχή της ομώνυμης Νεοϋορκέζικης όπερας που έφυγε σε ηλικία 91 ετών. Οι περισσότεροι, αδαείς και μη, συνδέουν την όπερα ως τέχνη με μεγάλες αίθουσες, ακριβές παραγωγές, φημισμένα φεστιβάλ, διάσημα ονόματα σολίστ αλλά και αυτό που αποκαλείται, λαθεμένα πλην διασκεδαστικά, «πλουτοκρατία».
Το 1948 οπότε ο μαέστρος ίδρυσε με τη σύζυγό του Σάλλυ την Amato Opera, το όραμά του ήταν να δώσει σε νέους λυρικούς καλλιτέχνες την ευκαιρία να αναδειχθούν αλλά και να φέρει την όπερα κοντά στον απλού λαό. Η πρώτη παράσταση, του “Κουρέα της Σεβίλλης” του Ροσσίνι δόθηκε στο υπόγειο της εκκλησίας της Παναγίας της Πομπηίας στο Greenwich Village, όπου στεγαζόταν ο θίασος στα πρώτα του βήματα. To 1951 μετακόμισε σε ένα θέατρο στην οδό Bleecker, ενώ το 1964 βρήκε μόνιμη στέγη σε ένα τετραώροφο brownstone επί της οδού Bowery 319, δίπλα σε ένα βενζινάδικο και στο κτίριο όπου δέκα χρόνια αργότερα φιλοξένησε το περίφημο rock club CBGB (Country, BlueGrass, and Blues). Η περιοχή ήταν εκείνη την εποχή ιδιαίτερα κακόφημη και το κτήριο καταφύγιο αστέγων, τους οποίους ο Αμάτο μεταχειριζόταν «με καλωσύνη και ζεστασιά». Τότε η τιμή του εισιτηρίου ήταν μόλις 1,8 δολάρια για να φτάσει το 2009, τελευταία χρονιά λειτουργίας του λιλιπούτειου αυτού λυρικού θεάτρου, τα 35 δολάρια, ποσό ιδιαίτερα χαμηλό σε σχέση με τις μεγάλες γνωστές όπερες. Όταν ιδρύθηκε η Αmato Opera, λίγο μετά τον πόλεμο, οι ευκαιρίες για τους λυρικούς καλλιτέχνες αλλά και γενικότερα, ήταν ελάχιστες ή ανύπαρκτες. Ο Amato είχε την ευθύνη του εργαστηρίου όπερας του America Theater Wing Professional Training Program που εκπαίδευε βετεράνους του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στο χορό, όπερα, μπαλέτο και θέατρο προκειμένου να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Είχε δηλαδή πρόσβαση σε νέα ταλέντα τα οποία καλλιεργούσε και ανέπτυσσε υπομονετικά, ενώ δεν είναι λίγοι οι σολίστ που μετά την Amato συνέχισαν επιτυχώς την καριέρα τους στην Μετροπόλιταν και στην City Opera. Αυτός ήταν και ο πρωταρχικός στόχος του Τόνυ, να μυήσει επαγγελματίες και μη, ανθρώπους που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα είχαν τέτοια δυνατότητα, στο μεγαλείο της όπερας. Μεγαλείο το οποίο στην περίπτωση της Amato Opera εξαντλείτο στο έργο καθαυτό αφού όλα τα υπόλοιπα ήταν μάλλον πολύ μικρά. Το θέατρο διέθετε μόλις 107 θέσεις και μια ιδιαίτερα στενάχωρη σκηνή πλάτους επτά μέτρων. Συνθήκες που καθιστούσαν πρακτικά τους θεατές μέρος του θιάσου και τους επέτρεπαν να βλέπουν καλά, χωρίς τα συνήθως απαραίτητα στην όπερα κιάλια, αλλά και να ακούν καθαρά τους σολίστ. «Αυτό που [οι θεατές] θυμούνται κυρίως από την όπερά μας είναι ότι όταν έρχονται στο θέατρο, αισθάνονται μια οικογενειακή ζεστασιά, μια πολύ στενή σχέση με το έργο την οποία κανένα άλλο θέατρο δε νομίζω ότι μπορεί να δώσει. Είχαμε τη τύχη να έχουμε ένα πολύ μικρό θέατρο το οποίο διατηρήσαμε μικρό, γιατί το μικρό είναι ωραίο. Μια μικρή όπερα η οποία όμως είναι ταυτόχρονα μεγάλη, μικρή μεν – μεγάλη δε” είχε πει χαρακτηριστικά ο Τόνυ Αμάτο σε συνέντευξή του. Το όλο, μικρό, οικοδόμημα στηριζόταν κυρίως στο ταλέντο και στη σκληρή δουλειά του Τόνυ και της συζύγου του Σάλλυ. Ο Τόνυ σκηνοθετούσε, διηύθυνε την ορχήστρα ενώ συχνά κατασκεύαζε τα σκηνικά. Η Σάλλυ έραβε τα κουστούμια, έφτιανε τα διαφημιστικά φέιγ βολάν, έκοβε εισιτήρια, και, όταν δεν τραγουδούσε ως σολίστ στις παραστάσεις, φρόντιζε τον φωτισμό. Οι μονωδοί και οι λιγοστοί μουσικοί λάμβαναν μια συμβολική αμοιβή ενώ ένας μεγάλος αριθμός φίλων της Αμάτο βοηθούσαν αφιλοκερδώς στην κατασκευή των σκηνικών, στον σχεδιασμό και στην ραφή των κοστουμιών κλπ. Το σύνολο των συντελεστών συχνά προσκαλείτο από το ζεύγος Αμάτο για να δοκιμάσει, μετά από κάθε πρεμιέρα, τα εξαιρετικά ιταλικά κεφτεδάκια με κόκκινη σάλτσα του χαρισματικού και σε αυτόν τον τομέα Τόνυ. Και γι’αυτά η εκτέλεση ακολουθούσε μουσική γλώσσα «Adagio, σιγά και, lento, lento» έλεγε ο Τόνυ «πρέπει να μπαίνουν αργά στη σάλτσα και να ψήνονται σιγά σιγά σε χαμηλή φωτιά». H ιδιόρρυθμη, ανθρώπινη όπερα του Τόνυ και στης Σάλλυ έκλεισε τον Μάιο του 2009 με μια παράσταση των Γάμων του Φίγκαρο του Μότσαρτ, συμπληρώνοντας 61 χρόνια παραστάσεων. Η Σάλλυ, που έφυγε το 2000, ευτυχώς δεν πρόλαβε να δει την όπερα να κλείνει. Ο Τόνυ είχε δίκιο όταν ισχυριζόταν ότι στο μικρό αυτό θέατρο οι θεατές είχαν μια μεγάλη, μοναδική εμπειρία. Την οποία προσπαθούν να συνεχίσουν πολλοί εκ των συντελεστών της Amato που ίδρυσαν στη συνέχεια την Amore Opera (www.amoreopera.com). Αλλά όπως είχε πει κάποτε ο Τόνυ, δεν είναι εύκολο να κρατήσει κανείς έναν τόσο μικρό οπερατικό θίασο. Χρειάζεται πολύ και σκληρή δουλειά.
*Δημοσιεύθηκε στο Κ τον Ιανουάριο του 2012
Το 1948 οπότε ο μαέστρος ίδρυσε με τη σύζυγό του Σάλλυ την Amato Opera, το όραμά του ήταν να δώσει σε νέους λυρικούς καλλιτέχνες την ευκαιρία να αναδειχθούν αλλά και να φέρει την όπερα κοντά στον απλού λαό. Η πρώτη παράσταση, του “Κουρέα της Σεβίλλης” του Ροσσίνι δόθηκε στο υπόγειο της εκκλησίας της Παναγίας της Πομπηίας στο Greenwich Village, όπου στεγαζόταν ο θίασος στα πρώτα του βήματα. To 1951 μετακόμισε σε ένα θέατρο στην οδό Bleecker, ενώ το 1964 βρήκε μόνιμη στέγη σε ένα τετραώροφο brownstone επί της οδού Bowery 319, δίπλα σε ένα βενζινάδικο και στο κτίριο όπου δέκα χρόνια αργότερα φιλοξένησε το περίφημο rock club CBGB (Country, BlueGrass, and Blues). Η περιοχή ήταν εκείνη την εποχή ιδιαίτερα κακόφημη και το κτήριο καταφύγιο αστέγων, τους οποίους ο Αμάτο μεταχειριζόταν «με καλωσύνη και ζεστασιά». Τότε η τιμή του εισιτηρίου ήταν μόλις 1,8 δολάρια για να φτάσει το 2009, τελευταία χρονιά λειτουργίας του λιλιπούτειου αυτού λυρικού θεάτρου, τα 35 δολάρια, ποσό ιδιαίτερα χαμηλό σε σχέση με τις μεγάλες γνωστές όπερες. Όταν ιδρύθηκε η Αmato Opera, λίγο μετά τον πόλεμο, οι ευκαιρίες για τους λυρικούς καλλιτέχνες αλλά και γενικότερα, ήταν ελάχιστες ή ανύπαρκτες. Ο Amato είχε την ευθύνη του εργαστηρίου όπερας του America Theater Wing Professional Training Program που εκπαίδευε βετεράνους του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στο χορό, όπερα, μπαλέτο και θέατρο προκειμένου να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Είχε δηλαδή πρόσβαση σε νέα ταλέντα τα οποία καλλιεργούσε και ανέπτυσσε υπομονετικά, ενώ δεν είναι λίγοι οι σολίστ που μετά την Amato συνέχισαν επιτυχώς την καριέρα τους στην Μετροπόλιταν και στην City Opera. Αυτός ήταν και ο πρωταρχικός στόχος του Τόνυ, να μυήσει επαγγελματίες και μη, ανθρώπους που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα είχαν τέτοια δυνατότητα, στο μεγαλείο της όπερας. Μεγαλείο το οποίο στην περίπτωση της Amato Opera εξαντλείτο στο έργο καθαυτό αφού όλα τα υπόλοιπα ήταν μάλλον πολύ μικρά. Το θέατρο διέθετε μόλις 107 θέσεις και μια ιδιαίτερα στενάχωρη σκηνή πλάτους επτά μέτρων. Συνθήκες που καθιστούσαν πρακτικά τους θεατές μέρος του θιάσου και τους επέτρεπαν να βλέπουν καλά, χωρίς τα συνήθως απαραίτητα στην όπερα κιάλια, αλλά και να ακούν καθαρά τους σολίστ. «Αυτό που [οι θεατές] θυμούνται κυρίως από την όπερά μας είναι ότι όταν έρχονται στο θέατρο, αισθάνονται μια οικογενειακή ζεστασιά, μια πολύ στενή σχέση με το έργο την οποία κανένα άλλο θέατρο δε νομίζω ότι μπορεί να δώσει. Είχαμε τη τύχη να έχουμε ένα πολύ μικρό θέατρο το οποίο διατηρήσαμε μικρό, γιατί το μικρό είναι ωραίο. Μια μικρή όπερα η οποία όμως είναι ταυτόχρονα μεγάλη, μικρή μεν – μεγάλη δε” είχε πει χαρακτηριστικά ο Τόνυ Αμάτο σε συνέντευξή του. Το όλο, μικρό, οικοδόμημα στηριζόταν κυρίως στο ταλέντο και στη σκληρή δουλειά του Τόνυ και της συζύγου του Σάλλυ. Ο Τόνυ σκηνοθετούσε, διηύθυνε την ορχήστρα ενώ συχνά κατασκεύαζε τα σκηνικά. Η Σάλλυ έραβε τα κουστούμια, έφτιανε τα διαφημιστικά φέιγ βολάν, έκοβε εισιτήρια, και, όταν δεν τραγουδούσε ως σολίστ στις παραστάσεις, φρόντιζε τον φωτισμό. Οι μονωδοί και οι λιγοστοί μουσικοί λάμβαναν μια συμβολική αμοιβή ενώ ένας μεγάλος αριθμός φίλων της Αμάτο βοηθούσαν αφιλοκερδώς στην κατασκευή των σκηνικών, στον σχεδιασμό και στην ραφή των κοστουμιών κλπ. Το σύνολο των συντελεστών συχνά προσκαλείτο από το ζεύγος Αμάτο για να δοκιμάσει, μετά από κάθε πρεμιέρα, τα εξαιρετικά ιταλικά κεφτεδάκια με κόκκινη σάλτσα του χαρισματικού και σε αυτόν τον τομέα Τόνυ. Και γι’αυτά η εκτέλεση ακολουθούσε μουσική γλώσσα «Adagio, σιγά και, lento, lento» έλεγε ο Τόνυ «πρέπει να μπαίνουν αργά στη σάλτσα και να ψήνονται σιγά σιγά σε χαμηλή φωτιά». H ιδιόρρυθμη, ανθρώπινη όπερα του Τόνυ και στης Σάλλυ έκλεισε τον Μάιο του 2009 με μια παράσταση των Γάμων του Φίγκαρο του Μότσαρτ, συμπληρώνοντας 61 χρόνια παραστάσεων. Η Σάλλυ, που έφυγε το 2000, ευτυχώς δεν πρόλαβε να δει την όπερα να κλείνει. Ο Τόνυ είχε δίκιο όταν ισχυριζόταν ότι στο μικρό αυτό θέατρο οι θεατές είχαν μια μεγάλη, μοναδική εμπειρία. Την οποία προσπαθούν να συνεχίσουν πολλοί εκ των συντελεστών της Amato που ίδρυσαν στη συνέχεια την Amore Opera (www.amoreopera.com). Αλλά όπως είχε πει κάποτε ο Τόνυ, δεν είναι εύκολο να κρατήσει κανείς έναν τόσο μικρό οπερατικό θίασο. Χρειάζεται πολύ και σκληρή δουλειά.
*Δημοσιεύθηκε στο Κ τον Ιανουάριο του 2012
No comments:
Post a Comment