Όταν είπα σε έναν πολύ καλό φίλο για το επεισόδιο με τον ΣΔΟΕ στην πατρίδα του, τις Αρχάνες, εξεπλάγη. “Μα”, μου είπε, “εκεί δεν είναι τσαμπουκάδες. Μου κάνει εντύπωση”. Όμως, για κάποιο λόγο, η έφοδος των αδιάφθορων (sic) στο πανηγύρι επ’ ευκαιρία της εορτής της μεταμορφώσεως του Σωτήρος εξελήφθη από τους ντόπιους ως πρόκληση (παρενθετικώς εάν αυτό συνέβαινε στα Σφακιά οι ελεγκτές μάλλον θα επέστρεφαν με έξτρα κουμπότρυπες). Στην προκειμένη περίπτωση το μείζον ζήτημα δεν είναι η αιτία που οδήγησε τα πράγματα στα άκρα ή το ποια από τις δύο πλευρές φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης.
Το ζήτημα είναι ότι, δεδομένου ότι η μη έκδοση απόδειξης δεν αποτελεί “έγκλημα”, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ενασχόλησης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Στην Αγγλία η αντίστοιχη υπηρεσία ονομάζεται “Serious Fraud Office” και ασχολείται, όπως μαρτυρά και το όνομά της, με σοβαρές υποθέσεις οικονομικής απάτης και όχι με το κατά πόσον το παμπ Spaniards Inn έκοψε απόδειξη. Εκεί τα καταστήματα δεν έχουν υποχρέωση να εκδίδουν αποδείξεις και εξαιρούνται του καθεστώτος ΦΠΑ εάν έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών κάτω από τις 77.000 χιλιάδες στερλίνες. Τα καταστήματα λιανικής μπορούν να ενταχθούν σε μία από τις απλές μεθοδολογίες ΦΠΑ όπως π.χ. υπολογισμός με βάση τις ημερήσιες εισπράξεις και την κατανομή των πωλήσεων σε κάθε συντελεστή με βάση τα τιμολόγια αγορών. Για τις μεγάλες εταιρείες με τζίρο άνω των 100 εκ. στερλινών η εκεί εφορία δίνει τη δυνατότητα να συμφωνηθεί ειδικό σύστημα διαχείρισης στα πλαίσια των αναγκών της εταιρείας ενώ υπάρχει και η επιλογή ο ΦΠΑ, π.χ. στην περίπτωση των χονδρικών πωλήσεων, να καταβάλλεται όταν εισπράττεται και όχι με την έκδοση του τιμολογίου. Μικρής έκτασης φοροδιαφυγή υπάρχει και στην Αγγλία. Επειδή όμως το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της σύλληψής της είναι ασύμφορο το Υπουργείο Οικονομικών δεν ασχολείται με αυτήν. Ειδικότερα ο Αγγλικός ΣΔΟΕ επιλαμβάνεται υποθέσεων απάτης πολλών εκατομμυρίων με κριτήριο πάντα την αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα αποφάσισε να μην αναζητήσει τα κλεμμένα χρήματα στην πολύκροτη υπόθεση Polly Peck, ύψους 29 εκατομμυρίων λιρών, διότι ήταν εξαιρετικά αμφίβολη η ανάκτηση μέρους των απωλειών του κράτους. Έτσι, παρά τον εξαιρετικά πολιτικά ευαίσθητο χαρακτήρα της υπόθεσης, ανακοίνωσε ότι το εκτιμώμενο κόστος ανάκτησης ήταν δυσανάλογο με την εκτιμώμενη εισπραξιμότητα και την έθεσε στο αρχείο. (βλ. σχετικό άρθρο της Guardian)
Στη χώρα μας η συμμόρφωση με το φορολογικό σύστημα είναι από εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη. Ειδικά στους ελεύθερους επαγγελματίες η λογική των αρχών είναι “ξέρω ότι με κλέβουν γι’αυτό και θα αυξήσω τους φόρους (τέλος επιτηδεύματος, μηδενικό αφορολόγητο, υψηλότεροι συντελεστές κλπ) για να ρεφάρω”. Έτσι στις περιπτώσεις εντατικού ελέγχου μίας τέτοιας επιχείρισης το αποτέλεσμα συχνά είναι το κλείσιμό της.
Το σημερινό φορολογικό σύστημα θυμίζει κάτι παρανοϊκές πινακίδες της τροχαίας στην παλαιά Εθνική οδό Αθήνας-Θεσσαλονίκης που ξαφνικά από τα 120 χιλιόμετρα έπρεπε να “κατεβάσει” ο οδηγός στα 50 για τη διασταύρωση. Εκεί περίμενε το τοπικό αστυνομικό όργανο για να κόψει κλήση στους Αθηναίους και τους Θεσσαλονικείς. Ορισμένοι εξαιρετικά άτυχοι πλήρωναν το τίμημα της μη συμμόρφωσης. Τότε γνωστός δημοσιογράφος είχε κάνει τη διαδρομή τηρώντας ευλαβικά τα όρια και χρειάστηκε 9 ώρες. Με δεδομένο ότι η πιθανότητα να πάρει κανείς κλήση ήταν μικρή, αφού τα σημεία όπου την “έστηναν” ήταν γνωστά, το 100% των οδηγών παρανομούσε.
Σήμερα το κράτος δεν έχει τα χρήματα να κάνει ελέγχους σε επίπεδο που θα λειτουργούσε αποτρεπτικά. Ακόμη και εάν τα είχε, το κόστος των ελέγχων θα ήταν δυσανάλογο των εσόδων. Αλλά στη χώρα μας βλέπετε, αντί το ΣΔΟΕ να ασχολείται με τη λίστα Λαγκάρντ, κυνηγάει τα πανηγύρια. Όχι τυχαία γιατί εν προκειμένω βρίσκεται στον φυσικό του χώρο.
Το ζήτημα είναι ότι, δεδομένου ότι η μη έκδοση απόδειξης δεν αποτελεί “έγκλημα”, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ενασχόλησης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Στην Αγγλία η αντίστοιχη υπηρεσία ονομάζεται “Serious Fraud Office” και ασχολείται, όπως μαρτυρά και το όνομά της, με σοβαρές υποθέσεις οικονομικής απάτης και όχι με το κατά πόσον το παμπ Spaniards Inn έκοψε απόδειξη. Εκεί τα καταστήματα δεν έχουν υποχρέωση να εκδίδουν αποδείξεις και εξαιρούνται του καθεστώτος ΦΠΑ εάν έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών κάτω από τις 77.000 χιλιάδες στερλίνες. Τα καταστήματα λιανικής μπορούν να ενταχθούν σε μία από τις απλές μεθοδολογίες ΦΠΑ όπως π.χ. υπολογισμός με βάση τις ημερήσιες εισπράξεις και την κατανομή των πωλήσεων σε κάθε συντελεστή με βάση τα τιμολόγια αγορών. Για τις μεγάλες εταιρείες με τζίρο άνω των 100 εκ. στερλινών η εκεί εφορία δίνει τη δυνατότητα να συμφωνηθεί ειδικό σύστημα διαχείρισης στα πλαίσια των αναγκών της εταιρείας ενώ υπάρχει και η επιλογή ο ΦΠΑ, π.χ. στην περίπτωση των χονδρικών πωλήσεων, να καταβάλλεται όταν εισπράττεται και όχι με την έκδοση του τιμολογίου. Μικρής έκτασης φοροδιαφυγή υπάρχει και στην Αγγλία. Επειδή όμως το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της σύλληψής της είναι ασύμφορο το Υπουργείο Οικονομικών δεν ασχολείται με αυτήν. Ειδικότερα ο Αγγλικός ΣΔΟΕ επιλαμβάνεται υποθέσεων απάτης πολλών εκατομμυρίων με κριτήριο πάντα την αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα αποφάσισε να μην αναζητήσει τα κλεμμένα χρήματα στην πολύκροτη υπόθεση Polly Peck, ύψους 29 εκατομμυρίων λιρών, διότι ήταν εξαιρετικά αμφίβολη η ανάκτηση μέρους των απωλειών του κράτους. Έτσι, παρά τον εξαιρετικά πολιτικά ευαίσθητο χαρακτήρα της υπόθεσης, ανακοίνωσε ότι το εκτιμώμενο κόστος ανάκτησης ήταν δυσανάλογο με την εκτιμώμενη εισπραξιμότητα και την έθεσε στο αρχείο. (βλ. σχετικό άρθρο της Guardian)
Στη χώρα μας η συμμόρφωση με το φορολογικό σύστημα είναι από εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη. Ειδικά στους ελεύθερους επαγγελματίες η λογική των αρχών είναι “ξέρω ότι με κλέβουν γι’αυτό και θα αυξήσω τους φόρους (τέλος επιτηδεύματος, μηδενικό αφορολόγητο, υψηλότεροι συντελεστές κλπ) για να ρεφάρω”. Έτσι στις περιπτώσεις εντατικού ελέγχου μίας τέτοιας επιχείρισης το αποτέλεσμα συχνά είναι το κλείσιμό της.
Το σημερινό φορολογικό σύστημα θυμίζει κάτι παρανοϊκές πινακίδες της τροχαίας στην παλαιά Εθνική οδό Αθήνας-Θεσσαλονίκης που ξαφνικά από τα 120 χιλιόμετρα έπρεπε να “κατεβάσει” ο οδηγός στα 50 για τη διασταύρωση. Εκεί περίμενε το τοπικό αστυνομικό όργανο για να κόψει κλήση στους Αθηναίους και τους Θεσσαλονικείς. Ορισμένοι εξαιρετικά άτυχοι πλήρωναν το τίμημα της μη συμμόρφωσης. Τότε γνωστός δημοσιογράφος είχε κάνει τη διαδρομή τηρώντας ευλαβικά τα όρια και χρειάστηκε 9 ώρες. Με δεδομένο ότι η πιθανότητα να πάρει κανείς κλήση ήταν μικρή, αφού τα σημεία όπου την “έστηναν” ήταν γνωστά, το 100% των οδηγών παρανομούσε.
Σήμερα το κράτος δεν έχει τα χρήματα να κάνει ελέγχους σε επίπεδο που θα λειτουργούσε αποτρεπτικά. Ακόμη και εάν τα είχε, το κόστος των ελέγχων θα ήταν δυσανάλογο των εσόδων. Αλλά στη χώρα μας βλέπετε, αντί το ΣΔΟΕ να ασχολείται με τη λίστα Λαγκάρντ, κυνηγάει τα πανηγύρια. Όχι τυχαία γιατί εν προκειμένω βρίσκεται στον φυσικό του χώρο.
του Ανδρέα Πετρουλάκη από την "Καθημερινή" |