Thursday, August 08, 2013

Είναι το ΣΔΟΕ για τα πανηγύρια;

Όταν είπα σε έναν πολύ καλό φίλο για το επεισόδιο με τον ΣΔΟΕ στην πατρίδα του, τις Αρχάνες, εξεπλάγη. “Μα”, μου είπε, “εκεί δεν είναι τσαμπουκάδες. Μου κάνει εντύπωση”. Όμως, για κάποιο λόγο, η έφοδος των αδιάφθορων (sic) στο πανηγύρι επ’ ευκαιρία της εορτής της μεταμορφώσεως του Σωτήρος εξελήφθη από τους ντόπιους ως πρόκληση (παρενθετικώς εάν αυτό συνέβαινε στα Σφακιά οι ελεγκτές μάλλον θα επέστρεφαν με έξτρα κουμπότρυπες). Στην προκειμένη περίπτωση το μείζον ζήτημα δεν είναι η αιτία που οδήγησε τα πράγματα στα άκρα ή το ποια από τις δύο πλευρές φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης.

Το ζήτημα είναι ότι, δεδομένου ότι η μη έκδοση απόδειξης δεν αποτελεί “έγκλημα”, δεν μπορεί  να αποτελεί αντικείμενο ενασχόλησης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Στην Αγγλία η αντίστοιχη υπηρεσία ονομάζεται “Serious Fraud Office” και ασχολείται, όπως μαρτυρά και το όνομά της, με σοβαρές υποθέσεις οικονομικής απάτης και όχι με το κατά πόσον το παμπ Spaniards Inn έκοψε απόδειξη. Εκεί τα καταστήματα δεν έχουν υποχρέωση να εκδίδουν αποδείξεις και εξαιρούνται του καθεστώτος ΦΠΑ εάν έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών κάτω από τις 77.000 χιλιάδες στερλίνες. Τα καταστήματα λιανικής μπορούν να ενταχθούν σε μία από τις απλές μεθοδολογίες ΦΠΑ όπως π.χ. υπολογισμός με βάση τις ημερήσιες εισπράξεις και την κατανομή των πωλήσεων σε κάθε συντελεστή με βάση τα τιμολόγια αγορών. Για τις μεγάλες εταιρείες με τζίρο άνω των 100 εκ. στερλινών η εκεί εφορία δίνει τη δυνατότητα να συμφωνηθεί ειδικό σύστημα διαχείρισης στα πλαίσια των αναγκών της εταιρείας ενώ υπάρχει και η επιλογή ο ΦΠΑ, π.χ. στην περίπτωση των χονδρικών πωλήσεων, να καταβάλλεται όταν εισπράττεται και όχι με την έκδοση του τιμολογίου. Μικρής έκτασης φοροδιαφυγή υπάρχει και στην Αγγλία. Επειδή όμως το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της σύλληψής της είναι ασύμφορο το Υπουργείο Οικονομικών δεν ασχολείται με αυτήν. Ειδικότερα ο Αγγλικός ΣΔΟΕ επιλαμβάνεται υποθέσεων απάτης πολλών εκατομμυρίων με κριτήριο πάντα την αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα αποφάσισε να μην αναζητήσει τα κλεμμένα χρήματα στην πολύκροτη υπόθεση Polly Peck, ύψους 29 εκατομμυρίων λιρών, διότι ήταν εξαιρετικά αμφίβολη η ανάκτηση μέρους των απωλειών του κράτους. Έτσι, παρά τον εξαιρετικά πολιτικά ευαίσθητο χαρακτήρα της υπόθεσης, ανακοίνωσε ότι το εκτιμώμενο κόστος ανάκτησης ήταν δυσανάλογο με την εκτιμώμενη εισπραξιμότητα και την έθεσε στο αρχείο. (βλ. σχετικό άρθρο της Guardian)

Στη χώρα μας η συμμόρφωση με το φορολογικό σύστημα είναι από εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη. Ειδικά στους ελεύθερους επαγγελματίες η λογική των αρχών είναι “ξέρω ότι με κλέβουν γι’αυτό και θα αυξήσω τους φόρους (τέλος επιτηδεύματος, μηδενικό αφορολόγητο, υψηλότεροι συντελεστές κλπ) για να ρεφάρω”. Έτσι στις περιπτώσεις εντατικού ελέγχου μίας τέτοιας επιχείρισης το αποτέλεσμα συχνά είναι το κλείσιμό της.

Το σημερινό φορολογικό σύστημα θυμίζει κάτι παρανοϊκές πινακίδες της τροχαίας στην παλαιά Εθνική οδό Αθήνας-Θεσσαλονίκης που ξαφνικά από τα 120 χιλιόμετρα έπρεπε να “κατεβάσει” ο οδηγός στα 50 για τη διασταύρωση. Εκεί περίμενε το τοπικό αστυνομικό όργανο για να κόψει κλήση στους Αθηναίους και τους Θεσσαλονικείς. Ορισμένοι εξαιρετικά άτυχοι πλήρωναν το τίμημα της μη συμμόρφωσης. Τότε γνωστός δημοσιογράφος είχε κάνει τη διαδρομή τηρώντας ευλαβικά τα όρια και χρειάστηκε 9 ώρες. Με δεδομένο ότι η πιθανότητα να πάρει κανείς κλήση ήταν μικρή, αφού τα σημεία όπου την “έστηναν” ήταν γνωστά, το 100% των οδηγών παρανομούσε.

Σήμερα το κράτος δεν έχει τα χρήματα να κάνει ελέγχους σε επίπεδο που θα λειτουργούσε αποτρεπτικά. Ακόμη και εάν τα είχε, το κόστος των ελέγχων θα ήταν δυσανάλογο των εσόδων. Αλλά στη χώρα μας βλέπετε, αντί το ΣΔΟΕ να ασχολείται με τη λίστα Λαγκάρντ, κυνηγάει τα πανηγύρια. Όχι τυχαία γιατί εν προκειμένω βρίσκεται στον φυσικό του χώρο.

του Ανδρέα Πετρουλάκη από την "Καθημερινή"






Monday, August 05, 2013

Amato : η μικρότερη μεγάλη όπερα του κόσμου

Η 16η Δεκεμβρίου ήταν μια πολύ κρύα μέρα στη Νέα Υόρκη, πολύ περισσότερο στο κοιμητήριο του City Island που βρέχεται από τον ωκεανό. Όποιος βρισκόταν εκεί γύρω στις δέκα το πρωί θα έβλεπε δεκάδες ανθρώπους να τραγουδούν αυθόρμητα άριες γύρω από έναν ανοικτό τάφο, καθυστερώντας θαυμάσια την ολοκλήρωση της θλιβερής τελετής. Η ποιότητα των φωνών και ο άριστος συντονισμός τους δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για επαγγελματίες της λυρικής τέχνης. Όταν δεν άντεξαν άλλο τη παγωνιά αποχαιρέτησαν, φανερά συγκινημένοι, τον φίλο και δάσκαλό τους με το ντουέτο Libiamo ne' lieti calici (ας πιούμε), το γνωστό brindisi της Τραβιάτας του Βέρντι. Ήταν η αυλαία για τον σπουδαίο Tony Amato ιδρυτή και ψυχή της ομώνυμης Νεοϋορκέζικης όπερας που έφυγε σε ηλικία 91 ετών. Οι περισσότεροι, αδαείς και μη, συνδέουν την όπερα ως τέχνη με μεγάλες αίθουσες, ακριβές παραγωγές, φημισμένα φεστιβάλ, διάσημα ονόματα σολίστ αλλά και αυτό που αποκαλείται, λαθεμένα πλην διασκεδαστικά, «πλουτοκρατία».

Το 1948 οπότε ο μαέστρος ίδρυσε με τη σύζυγό του Σάλλυ την Amato Opera, το όραμά του ήταν να δώσει σε νέους λυρικούς καλλιτέχνες την ευκαιρία να αναδειχθούν αλλά και να φέρει την όπερα κοντά στον απλού λαό. Η πρώτη παράσταση, του “Κουρέα της Σεβίλλης” του Ροσσίνι δόθηκε στο υπόγειο της εκκλησίας της Παναγίας της Πομπηίας στο Greenwich Village, όπου στεγαζόταν ο θίασος στα πρώτα του βήματα. To 1951 μετακόμισε σε ένα θέατρο στην οδό Bleecker, ενώ το 1964 βρήκε μόνιμη στέγη σε ένα τετραώροφο brownstone επί της οδού Bowery 319, δίπλα σε ένα βενζινάδικο και στο κτίριο όπου δέκα χρόνια αργότερα φιλοξένησε το περίφημο rock club CBGB (Country, BlueGrass, and Blues). Η περιοχή ήταν εκείνη την εποχή ιδιαίτερα κακόφημη και το κτήριο καταφύγιο αστέγων, τους οποίους ο Αμάτο μεταχειριζόταν «με καλωσύνη και ζεστασιά». Τότε η τιμή του εισιτηρίου ήταν μόλις 1,8 δολάρια για να φτάσει το 2009, τελευταία χρονιά λειτουργίας του λιλιπούτειου αυτού λυρικού θεάτρου, τα 35 δολάρια, ποσό ιδιαίτερα χαμηλό σε σχέση με τις μεγάλες γνωστές όπερες. Όταν ιδρύθηκε η Αmato Opera, λίγο μετά τον πόλεμο, οι ευκαιρίες για τους λυρικούς καλλιτέχνες αλλά και γενικότερα, ήταν ελάχιστες ή ανύπαρκτες. Ο Amato είχε την ευθύνη του εργαστηρίου όπερας του America Theater Wing Professional Training Program που εκπαίδευε βετεράνους του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στο χορό, όπερα, μπαλέτο και θέατρο προκειμένου να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Είχε δηλαδή πρόσβαση σε νέα ταλέντα τα οποία καλλιεργούσε και ανέπτυσσε υπομονετικά, ενώ δεν είναι λίγοι οι σολίστ που μετά την Amato συνέχισαν επιτυχώς την καριέρα τους στην Μετροπόλιταν και στην City Opera. Αυτός ήταν και ο πρωταρχικός στόχος του Τόνυ, να μυήσει επαγγελματίες και μη, ανθρώπους που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα είχαν τέτοια δυνατότητα, στο μεγαλείο της όπερας. Μεγαλείο το οποίο στην περίπτωση της Amato Opera εξαντλείτο στο έργο καθαυτό αφού όλα τα υπόλοιπα ήταν μάλλον πολύ μικρά. Το θέατρο διέθετε μόλις 107 θέσεις και μια ιδιαίτερα στενάχωρη σκηνή πλάτους επτά μέτρων. Συνθήκες που καθιστούσαν πρακτικά τους θεατές μέρος του θιάσου και τους επέτρεπαν να βλέπουν καλά, χωρίς τα συνήθως απαραίτητα στην όπερα κιάλια, αλλά και να ακούν καθαρά τους σολίστ. «Αυτό που [οι θεατές] θυμούνται κυρίως από την όπερά μας είναι ότι όταν έρχονται στο θέατρο, αισθάνονται μια οικογενειακή ζεστασιά, μια πολύ στενή σχέση με το έργο την οποία κανένα άλλο θέατρο δε νομίζω ότι μπορεί να δώσει. Είχαμε τη τύχη να έχουμε ένα πολύ μικρό θέατρο το οποίο διατηρήσαμε μικρό, γιατί το μικρό είναι ωραίο. Μια μικρή όπερα η οποία όμως είναι ταυτόχρονα μεγάλη, μικρή μεν – μεγάλη δε” είχε πει χαρακτηριστικά ο Τόνυ Αμάτο σε συνέντευξή του. Το όλο, μικρό, οικοδόμημα στηριζόταν κυρίως στο ταλέντο και στη σκληρή δουλειά του Τόνυ και της συζύγου του Σάλλυ. Ο Τόνυ σκηνοθετούσε, διηύθυνε την ορχήστρα ενώ συχνά κατασκεύαζε τα σκηνικά. Η Σάλλυ έραβε τα κουστούμια, έφτιανε τα διαφημιστικά φέιγ βολάν, έκοβε εισιτήρια, και, όταν δεν τραγουδούσε ως σολίστ στις παραστάσεις, φρόντιζε τον φωτισμό. Οι μονωδοί και οι λιγοστοί μουσικοί λάμβαναν μια συμβολική αμοιβή ενώ ένας μεγάλος αριθμός φίλων της Αμάτο βοηθούσαν αφιλοκερδώς στην κατασκευή των σκηνικών, στον σχεδιασμό και στην ραφή των κοστουμιών κλπ. Το σύνολο των συντελεστών συχνά προσκαλείτο από το ζεύγος Αμάτο για να δοκιμάσει, μετά από κάθε πρεμιέρα, τα εξαιρετικά ιταλικά κεφτεδάκια με κόκκινη σάλτσα του χαρισματικού και σε αυτόν τον τομέα Τόνυ. Και γι’αυτά η εκτέλεση ακολουθούσε μουσική γλώσσα «Adagio, σιγά και, lento, lento» έλεγε ο Τόνυ «πρέπει να μπαίνουν αργά στη σάλτσα και να ψήνονται σιγά σιγά σε χαμηλή φωτιά». H ιδιόρρυθμη, ανθρώπινη όπερα του Τόνυ και στης Σάλλυ έκλεισε τον Μάιο του 2009 με μια παράσταση των Γάμων του Φίγκαρο του Μότσαρτ, συμπληρώνοντας 61 χρόνια παραστάσεων. Η Σάλλυ, που έφυγε το 2000, ευτυχώς δεν πρόλαβε να δει την όπερα να κλείνει. Ο Τόνυ είχε δίκιο όταν ισχυριζόταν ότι στο μικρό αυτό θέατρο οι θεατές είχαν μια μεγάλη, μοναδική εμπειρία. Την οποία προσπαθούν να συνεχίσουν πολλοί εκ των συντελεστών της Amato που ίδρυσαν στη συνέχεια την Amore Opera (www.amoreopera.com). Αλλά όπως είχε πει κάποτε ο Τόνυ, δεν είναι εύκολο να κρατήσει κανείς έναν τόσο μικρό οπερατικό θίασο. Χρειάζεται πολύ και σκληρή δουλειά.

*Δημοσιεύθηκε στο Κ τον Ιανουάριο του 2012

Saturday, August 03, 2013

Και όμως η φορολογική συνείδηση δεν υπάρχει καν ως έννοια

Ο ΓΓ Δημοσίων Εσόδων έκανε πρόσφατα την ακόλουθη δήλωση "Με την έμπρακτη βοήθεια των πολιτών, θα ξεπεράσουμε ως φορολογικές αρχές της χώρας  τα όποια προβλήματα και θα ολοκληρώσουμε με επιτυχία το βαρυσήμαντο έργο που μας έχει ανατεθεί. Κλειδί στην προσπάθεια αυτή είναι η εμπέδωση φορολογικής συνείδησης από όλους μας".

O όρος «φορολογική συνείδηση» είναι εγγενώς λάθος νοηματικά. Η έννοια της συνείδησης ταυτίζεται με την συνειδητότητα η οποία υπάρχει στο σύνολο των φοροφυγάδων. Για παράδειγμα ο υδραυλικός που δεν δίνει απόδειξη το κάνει απολύτως συνειδητά. Έτσι με τον όρο «φορολογική συνείδηση» το Υπουργείο Οικονομικών στην πραγματικότητα εννοεί την φορολογική «ευσυνειδησία» δηλαδή την συνέπεια και την υπευθυνότητα.

Ακόμη όμως και εάν δεχθούμε ότι το ζητούμενο είναι η «ευσυνειδησία» και όχι η «συνείδηση» η προσπάθεια «εμπέδωσής» της είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Η φορολογική συμμόρφωση είναι κατ’ αρχήν αυστηρά οικονομική υπόθεση. Στον βαθμό που θα δεχθούμε την έννοια του homo economicus, η πληρωμή ή όχι των φόρων εξαρτάται μόνο από το τι συμφέρει οικονομικά τον φορολογούμενο. Για παράδειγμα εάν η πιθανότητα να συλληφθεί ο φοροφυγάς είναι μικρή και η ανταμοιβή μεγάλη (ένας υδραυλικός αποδίδει σε ΦΠΑ και φόρο εισοδήματος τουλάχιστον το 40% που εισπράττει εάν εκδώσει απόδειξη) τότε η φοροδιαφυγή είναι απολύτως ορθολογική συμπεριφορά. Όταν δηλαδή το κόστος της συμμόρφωσης είναι δυσβάσταχτο και η πιθανότητα να υποστεί κανείς αρνητικές συνέπειες εκ της μη συμμόρφωσης μικρή, ακόμη και ο πιο «φορολογικά ευσυνείδητος» πολίτης θα φοροδιαφύγει, εφόσον μπορεί. Όταν η συνολική επιβάρυνση ενός ελεύθερου επαγγελματία (ΦΠΑ, φόρος εισοδήματος, τέλος επιτηδεύματος, εισφορά αλληλεγγύης, εισφορές ΟΑΕΕ) ξεπερνά το 60% για το μη ευκαταφρόνητο σήμερα εισόδημα των 25.000 Ευρώ, αφήνοντας του «στην τσέπη» λιγότερο από 10.000 Ευρώ, δεν μπορούμε να μιλάμε για «φορολογική ευσυνειδησία». Όταν η αποσυνδεδεμένη από το εισόδημα φορολογία ακινήτων έχει οδηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενους (για το 2014 η πρόβλεψη της τρόικας είναι ότι το 30% δεν θα πληρώσει) σε αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης, δεν μπορούμε να μιλάμε για «φορολογική ευσυνειδησία» αλλά για «φορολογικά ασυνείδητο» Υπουργείο Οικονομικών.

To μοντέλο του homo economicus έχει δεχθεί κριτική στον βαθμό που θεωρεί ότι ο άνθρωπος λειτουργεί απόλυτα ορθολογικά αποκλειστικά με βάση την σχέση κόστους/οφέλους των πράξεών του. Ένα πολύ ενδιαφέρον paper (Frey, Torgler 2006) εισάγει την έννοια του «φορολογικού φρονήματος» (tax morale) ως εξαρτώμενης μεταβλητής την οποία συνέδεσε εμπειρικά με το πώς αντιλαμβάνεται ο φορολογούμενος τον βαθμό συμμόρφωσης των άλλων φορολογουμένων (όσο μεγαλύτερη πιστεύει ότι είναι η φοροδιαφυγή τόσο περισσότερο θα φοροδιαφύγει και ο ίδιος) αλλά και με την ποιότητα των θεσμών δηλαδή τον βαθμό στον οποίο ο πολίτης έχει «φωνή», η κυβέρνηση λογοδοτεί σε αυτόν, την ύπαρξη πολιτικής σταθερότητας και την απουσία βίας, την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, την ποιότητα της νομοθεσίας και των ρυθμίσεων, την ύπαρξη κράτους δικαίου και τον βαθμό στον οποίο αντιμετωπίζεται η διαφθορά.

Εάν λοιπόν ο κος Θεοχάρης θέλει να τονώσει το φορολογικό φρόνημα θα χρειαστεί κατ’αρχήν να σχεδιάσει εκ του μηδενός ένα απλό, εύκολο φορολογικό σύστημα το οποίο αντιμετωπίσει όλους τους πολίτες με τον ίδιο τρόπο, μη εξαιρώντας κανέναν (π.χ. εφοπλιστή η βουλευτή) και εφαρμόζοντας τους ίδιους συντελεστές σε όλους, ανεξαρτήτως της πηγής του εισοδήματός τους. Στη συνέχεια θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη διαφθορά, την παραλυσία της δικαιοσύνης, και την έλλειψη διαφάνειας, λογοδοσίας και αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης.

Αντ’ αυτού πιπιλάει την γκεμπελική καραμέλα περί «φορολογικής συνείδησης» συνεχίζοντας το ολέθριο λάθος των προκατόχων του που διέσυραν συστηματικά τους ελεύθερους επαγγελματίες ως φοροφυγάδες προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια των μισθωτών (όσων έχουν απομείνει), πράγμα το οποίο με βάση την εμπειρική έρευνα τελικά τροφοδοτεί περαιτέρω τη φοροδιαφυγή.

* Δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 10ης Αυγούστου 2013 της "Καθημερινής"