Στην Ελλάδα όλες οι συζητήσεις, ακόμη και όταν αφορούν σε ιδιαίτερα πολύπλοκα τεχνικά θέματα, γίνονται με όρους τηλεοπτικού σόου, ψευδοδιλημμάτων και στερεοτύπων. Συνήθως, πριν καν ορισθεί το πρόβλημα, αρχίζουν και τίθενται οι ιδιαίτερα εντυπωσιακές τηλεοπτικά «κόκκινες γραμμές». Στην περίπτωση των εργασιακών θεμάτων αυτές αφορούν διάφορα «κεκτημένα» πολλά από τα οποία έχουν συντείνει στο οικονομικό μας κατάντημα. Κανείς όμως εκ των εμπλεκομένων δεν φαίνεται να αναζητά παρεμβάσεις ευεργετικές για το σύνολο της κοινωνίας και όχι για επιμέρους ομάδες συμφερόντων. Αυτό εξηγείται εύκολα από το γεγονός ότι οι «κοινωνικοί εταίροι» τόσο από πλευράς εργαζομένων όσο και εργοδοτών δεν εκπροσωπούν στην πραγματικότητα παρά μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πρόεδρος του ΣΕΒ δεν είναι πλέον εργοδότης ενώ το βιογραφικό του ευτραφούς πρόεδρου της ΓΣΕΕ δεν αναφέρει πουθενά την λέξη "εργάσθηκε". Η αντιπροσωπευτικότητα δε των κοινωνικών εταίρων κατακρημνίζεται εάν συμπεριλάβει κανείς στον πληθυσμό και τους ανέργους (υπαλλήλους και τέως εργοδότες) τους οποίους ουδείς εκπροσωπεί.
Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα αλλά και στη συνολική ικανότητα της οικονομίας να παράγει πλούτο. Σε ένα εξαιρετικό άρθρο στην Καθημερινή της 31.12.2011 ο καθηγητής Κώστας Μεγήρ γράφει «στην Ελλάδα η αγορά εργασίας περιορίζεται συστηματικά από υπερβολικές ρυθμίσεις. Το αποτέλεσμα είναι η υψηλή ανεργία και μία από τις χαμηλότερες παραγωγικότητες ανά εργατοώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Και συνεχίζει: «το πρόβλημα με την αγορά εργασίας έγκειται στην πληθώρα των περίπλοκων ρυθμίσεων, των διακρίσεων ανάμεσα σε κατηγορίες εργαζομένων όσον αφορά τους κανονισμούς για τις απολύσεις και τον ρόλο που παίζουν τα συνδικάτα.[..]. Οι όροι εργασίας μπορούν και πρέπει να ρυθμίζονται από ιδιωτικές συμβάσεις σε μια αγορά που διέπεται από ανταγωνισμό, και όχι με νομοθετήματα».
Επειδή “ο διάβολος είναι στις λεπτομέρειες” καλό είναι να αναλύσει κανείς τις συγκεκριμένες στρεβλώσεις που τελικώς στραγγαλίζουν την οικονομία και εκτινάσσουν την ανεργία και τη φτώχεια. Οι βασικότερες εξ αυτών, κατά τη γνώμη μου, είναι :
Α) Ωριμάνσεις. Στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο η βιολογική γήρανση εξασφαλίζει στον εργαζόμενο, μία σημαντική μισθολογική αύξηση ανά τριετία. Αποτέλεσμα αυτής της ρύθμισης είναι εργαζόμενοι στην ίδια ακριβώς θέση (π.χ. πωλητής σε κατάστημα, οδηγός Μετρό/Τραμ) να έχουν απολαβές που αποκλίνουν ακόμη και κατά 100%. Για παράδειγμα ο κατώτατος μισθός προσωπικού πώλησης (χωρίς επιδόματα) που προβλέπει για τους εγγάμους η κλαδική συλλογική σύμβαση είναι 1.010 ευρώ και ο ανώτατος 1.950 Ευρώ. Έτσι μια εμπορική επιχείριση δεν μπορεί να αμείψει το προσωπικό της με βάση την παραγωγικότητα (στην προκειμένη περίπτωση βάσει του ύψους των πωλήσεων) διότι εξαναγκάζεται θεσμικά να το κάνει βάσει των ετών προϋπηρεσίας. Και αυτό όταν ένας υπάλληλος π.χ. είκοσι ετών με κέφι για δουλειά ενδέχεται να πουλάει πολύ περισσότερο από έναν εξηντάχρονο “παλιά καραβάνα με 40 χρόνια στον πάγκο». Αργά η γρήγορα και ο νέος υπάλληλος θα χάσει το κέφι του όσο βλέπει ότι οι κόποι του δεν ανταμείβονται. Οι ωριμάνσεις πρέπει να καταργηθούν πλήρως και οι αυξήσεις να συνδέονται με δείκτες παραγωγικότητας είτε ενδεχόμενη προαγωγή ώστε να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη στις αμοιβές και η σωστή λειτουργία της αγοράς εργασίας. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το internet έχει περιορίσει σημαντικά την πληροφοριακή ασυμμετρία του παρελθόντος, η οποία προκαλούσε μεγαλύτερες αποκλίσεις αμοιβών για το ίδιο αντικείμενο.
Β) Αποζημίωση απόλυσης – περιορισμοί στο ύψος των απολύσεων. Μία πραγματικά απαράδεκτη ρύθμιση, τόσο λογικά όσο και ηθικά, είναι οι διαφορές αποζημιώσεων που προβλέπει ο νόμος μεταξύ μισθωτών και ημερομισθίων. Για παράδειγμα ένας υπάλληλος με 28 έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη δικαιούται, χωρίς προειδοποίηση, συνολικά 28 μισθούς αποζημίωση. Αντίστοιχα ένας εργατοτεχνίτης (ημερομίσθιος) με την ίδια ακριβώς προϋπηρεσία δικαιούται λιγότερο από 6 μισθούς δηλαδή σχεδόν το ένα πέμπτο της αποζημιώσεως του μισθωτού. Η ενιαία αντιμετώπιση των δύο κατηγοριών, η διάκριση των οποίων είναι πλέον ξεπερασμένη τόσο νομικά όσο και οικονομικά, αποτελούσε όρο του πρώτου Μνημονίου ο οποίος, μαζί με πολλούς άλλους, ουδέποτε τηρήθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση. Αντ’ αυτού περιορίσθηκαν ελαφρά οι αποζημιώσεις των μισθωτών μόνο όμως στην περίπτωση προειδοποίησης. Οι υπέρογκες αποζημιώσεις των μισθωτών σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στο μηνιαίο ύψος απολύσεων δημιουργούν συνθήκες κάτω από τις οποίες πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες άλλως θα ήταν βιώσιμες, κλείνουν και τελικώς οδηγούνται πολύ περισσότεροι στην ανεργία. Ταυτόχρονα αποθαρρύνουν τις επενδύσεις και εμποδίζουν την, ευεργετική για την οικονομία και την ανταγωνιστικότητα, κινητικότητα των εργαζομένων μεταξύ εργοδοτών.
Γ) Μη ανταποδοτικές μισθολογικές επιβαρύνσεις (ΛΑΕΚ, Επίδομα Στράτευσης Εργατική Εστία, ΟΕΚ, ΛΠΕαΑΕ) Με τα ασφαλιστικά ταμεία να βρίσκονται σε τραγική κατάσταση είναι προφανώς δύσκολο να περιορισθούν οι επιβαρύνσεις στους βασικούς κλάδους ασθενείας & συντάξεων, ενώ το βάρος πρέπει να δοθεί στην λειτουργική εξυγίανση και αναδιοργάνωση των ταμείων η αναποτελεσματικότητα των οποίων κατατρώγει σημαντικό μέρος των εισφορών. Υπάρχουν όμως δεκάδες ελάχιστα ανταποδοτικές επιμέρους εισφορές οι οποίες είτε δεν έχουν λόγο ύπαρξης στις σημερινές συνθήκες ή δεν λειτουργούν αποτελεσματικά σε όρους κόστους/ωφέλειας π.χ.
- ΛΑΕΚ (0,81%) Λογαριασμός για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση (0,81%). Πρόκειται για ένα αμαρτωλό κονδύλι αφού εμμέσως χρηματοδοτεί μεταξύ άλλων τον ΣΕΒ και τη ΓΣΕΕ ενώ στην πράξη δεν εξυπηρετεί τον σκοπό του.
- Επίδομα Στράτευσης (1%). Θεσπίστηκε το 1952 & 1954 και καταβάλλεται (θεωρητικά) σε όσους υπηρέτησαν παρατεταμένη θητεία, ή κλήθηκαν για μετεκπαίδευση στις ένοπλες δυνάμεις. Σήμερα δεν έχει λόγο ύπαρξης ενώ επιβαρύνει δυσανάλογα και μη ανταποδοτικά το εργασιακό κόστος.
- Εργατική Εστία (0,70%) Στις παρούσες συνθήκες η πλήρης κατάργηση της Εργατικής Εστίας θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα αφού η ύπαρξή της επιβαρύνει πολλούς και ωφελεί ελάχιστους. Γενικότερα τα αυτοτελή κονδύλια τα οποία θεσπίζονται ιστορικά και ουδέποτε καταργούνται, δημιουργούν σημαντικές στρεβλώσεις, παρουσιάζουν μικρή αποτελεσματικότητα ενώ επιβαρύνουν δυσανάλογα το μισθολογικό κόστος.
- Εργατική Κατοικία (1,75%) Η εργατική κατοικία στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες αποτελεί αρμοδιότητα των Δήμων οι οποίοι αντλούν πόρους για το σκοπό αυτό από τους δημότες, από την γενική κυβέρνηση και από ευρωπαϊκά προγράμματα.
- Λογαριασμός Προστασίας Εργαζομένων από Αφερεγγυότητα Εργοδότη (sic) (0,15%)
Οι ανωτέρω εισφορές αντιπροσωπεύουν περίπου 4,5% επί του μισθού, ποσοστό που θα είχε πολλαπλάσια ευεργετικά οφέλη εάν π.χ. αποδιδόταν στους εργαζομένους αντί να χάνεται στη συντήρηση αναποτελεσματικών δομών. Ο μέσος εργαζόμενος είναι σήμερα αρκετά ώριμος για να αποφασίσει που θα επενδύσει το 4,5% του προϊόντος του μόχθου του.
Δ) Αντιπροσωπευτικότητα «κοινωνικών εταίρων» Εάν πάρουμε για παράδειγμα τη Γερμανία, η οποία διαθέτει ένα ιδιαίτερα λειτουργικό συνδικαλιστικό σύστημα, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες πρέπει να είναι επισήμως μέλη ενός σωματείου προκειμένου να τους αφορούν ή να τους δεσμεύουν οι όποιες συμφωνίες προκύψουν από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Στην περίπτωση των εργαζομένων η χρηματική συνδρομή τους στο σωματείο παρακρατείται απευθείας από τον μισθό τους ενώ δεν υπάρχει καμία κρατική επιχορήγηση, κεκαλυμμένη η μη, όπως συμβαίνει στη χώρα μας. Οι συνδικαλιστές μετέχουν αμισθί στα διοικητικά και εποπτικά συμβούλια των εταιρειών ενώ ιδιαίτερα διαδεδομένα, και αποτελεσματικά, είναι τα επιχειρησιακά σωματεία. Προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να αλλάξει και το θεσμικό πλαίσιο στη χώρα μας ώστε να έχουμε, και από τις δύο πλευρές, πραγματικούς συνδικαλιστές και όχι φερέλπιδες πολιτικούς.
Εάν λοιπόν κάπου πρέπει να τραβηχθούν «κόκκινες γραμμές» είναι για να διαγραφούν οι ποικίλες στρεβλώσεις οι οποίες εξυπηρετούν ελάχιστους εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Έτσι αντί της εξαντλητικής φορολόγησης και της βίαιας οριζόντιας περικοπής μισθών και συντάξεων που σπρώχνουν τη χώρα όλο και βαθύτερα στην ύφεση πρέπει επιτέλους να γίνουν κάθετες παρεμβάσεις αρχίζοντας με την κατάργηση των πλείστων αναποτελεσματικών ρυθμίσεων και παρασιτικών δομών που συνθλίβουν την ανταγωνιστικότητα και την οικονομία.
No comments:
Post a Comment