Friday, November 10, 2017

Τα κόκκινα δάνεια σύμπτωμα προβλημάτων

Τ​​α κόκκινα δάνεια αποτελούν σημαντικό «αγκάθι» στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Δεσμεύουν κεφάλαια και δεν επιτρέπουν στις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν υποσχόμενες επιχειρήσεις, ενώ όσο δεν «αντιμετωπίζονται», αυξάνεται ο κίνδυνος για νέα ανακεφαλαιοποίηση και bail-in. Γι’ αυτό οι επίσημοι πιστωτές και η ΕΚΤ πιέζουν για επιθετικότερη διαχείρισή τους και για την επίσπευση των πλειστηριασμών, οι οποίοι ακόμα εμποδίζονται από διάφορες, μάλλον περιθωριακές, ομάδες, με στόχο κυρίως τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές». Για τους τελευταίους τίθεται μάλιστα, εμμέσως πλην σαφώς, και θέμα ηθικής τάξεως, αφού δυστροπούν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Αυτή είναι η κρατούσα άποψη στον Τύπο και στην κοινή γνώμη, η οποία, χωρίς να είναι λαθεμένη, είναι μάλλον μυωπική. Ως προς το ηθικό σκέλος, η έκρηξη του αριθμού των «στρατηγικών κακοπληρωτών» ως ποσοστό των δανειοληπτών, σε σχέση, π.χ., με το 2007, δημιουργεί ερωτήματα, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη κατηγορία συνήθως παρουσιάζει αποκλίνουσα συμπεριφορά ασχέτως των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν.

Ταυτόχρονα, σχεδόν όλες οι τράπεζες ενέπιπταν, έως το ξέσπασμα της κρίσης, στην κατηγορία των «στρατηγικών κακοδανειστών», πουλώντας, ανεύθυνα και επιθετικά, καταναλωτικά κυρίως δάνεια. Προ της κρίσης μια ξένη τράπεζα, που έχει πλέον πουλήσει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, μου είχε στείλει μια επιταγή 10.000 ευρώ «με τους καλύτερους όρους της αγοράς», προτείνοντάς μου να ανακαινίσω το σπίτι μου, να πάω το ταξίδι των ονείρων μου ή να χαρίσω κάτι μοναδικό στο αγαπημένο μου πρόσωπο. Μια άλλη –από αυτές που σήμερα αποκαλούνται συστημικές– μου τηλεφώνησε για να μου στείλει cash card, και αφού παραξενεύτηκα γιατί δεν είχα λογαριασμό εκεί, κατάλαβα ότι προσπαθούσαν κεκαλυμμένα να μου πουλήσουν δάνειο. Μια άλλη, επίσης συστημική σήμερα τράπεζα, μου είχε στείλει μια «χρυσή» πιστωτική κάρτα με υψηλότατο πιστωτικό όριο, χωρίς να έχω κάνει ποτέ αίτηση. Ακόμη και στα στεγαστικά δάνεια η μελέτη των Αρταβάνη, Morse και Τσούτσουρα (2015) έδειξε ότι οι τράπεζες είχαν άτυπους συντελεστές προσαύξησης των δηλωμένων εισοδημάτων συγκεκριμένων κατηγοριών δανειοληπτών, βάσει των οποίων προχωρούσαν σε εκταμιεύσεις δανείων, τα οποία «στα χαρτιά» δεν θα μπορούσαν να αποπληρωθούν ποτέ.

Μια επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη των Lusardi & Tufano (2009) απέδειξε ότι μόνο το ένα τρίτο των πολιτών στις ΗΠΑ ήταν σε θέση να εκτιμήσουν τις οικονομικές επιπτώσεις ενός δανείου ή μιας πιστωτικής κάρτας. Γι’ αυτόν τον λόγο οι τράπεζες οφείλουν να πωλούν τις υπηρεσίες τους με μεγάλη υπευθυνότητα, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν γινόταν πριν από την κρίση. Ασχέτως, όμως, του πώς μοιράζεται η ευθύνη μεταξύ κακοδανειστών και κακοπληρωτών, τα κόκκινα δάνεια είναι μια πραγματικότητα και συνιστούν μείζον πρόβλημα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία γενικότερα. Το βασικό ερώτημα, όμως, είναι αν τα κόκκινα δάνεια είναι καθαυτά το πρόβλημα ή αν αποτελούν το σύμπτωμα μιας ιδιαίτερα άρρωστης οικονομίας, με θεμελιώδη προβλήματα όπως το κόστος και οι στρεβλώσεις του ασφαλιστικού, το μέγεθος και η αναποτελεσματικότητα του κράτους, η παράλυση της Δικαιοσύνης, η έλλειψη οικονομικής ελευθερίας, οι εύθραυστοι θεσμοί γενικά, η καταστροφική φορολογία κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σχεδιασμός των τραπεζών προβλέπει την επαναγορά από τις ίδιες του μεγαλύτερου μέρους των ακινήτων που θα εκπλειστηριαστούν, θέτοντας σοβαρά ζητήματα τόσο ηθικής τάξεως όσο και ουσίας, δεδομένου ότι αυτό δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «εξυγίανση».

Την ίδια στιγμή, οι ίδιες οι τράπεζες ως οργανισμοί αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις λόγω του Διαδικτύου και τεχνολογιών όπως το blockchain, τις οποίες δύσκολα μπορούν να διαχειριστούν με τη σημερινή τους ιδιαίτερα βαριά οργανωτική δομή και στελέχωση. Για τους λόγους αυτούς η έμφαση που δίδεται στα κόκκινα δάνεια ως αυτοτελές πρόβλημα και ο θόρυβος περί «στρατηγικών κακοπληρωτών» αποπροσανατολίζουν ενδεχομένως από τα βαθύτερα προβλήματα.




*Δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 6.11.2017 της Καθημερινής

Monday, August 21, 2017

Περιορισμοί στη χρήση μετρητών και φοροδιαφυγή

Σ​​τις αρχές Μαρτίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε διαβούλευση με θέμα την επιβολή ενιαίων περιορισμών στη χρήση μετρητών (CPLs: Cash Payment Limits), με στόχο την πάταξη της τρομοκρατίας και με το σκεπτικό ότι «οι πληρωμές σε μετρητά χρησιμοποιούνται ευρέως στη χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών». Το συγκεκριμένο ζήτημα λίγο αφορά τη χώρα μας, όπου ήδη ισχύουν εξαιρετικά, έως παράλογα χαμηλά, τέτοια όρια. Ωστόσο έχει ενδιαφέρον το σχετικό υπόμνημα που κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Ενωση εταιρειών διαχείρισης μετρητών (ESTA).

Σε ό,τι αφορά την τρομοκρατία δεν προκύπτει κάποια σχέση των CPLs με τον περιορισμό της,  δεδομένου ότι οι περισσότερες επιθέσεις είναι χαμηλού κόστους (το 75% στοιχίζει λιγότερο από 10.000 ευρώ) και χρηματοδοτούνται από νόμιμες πηγές οι οποίες είναι αδύνατον να εντοπισθούν π.χ. μεταξύ των περισσότερων από 110 δισ. συναλλαγών που γίνονται στην Ε.Ε., εάν δεν είναι ήδη ύποπτος ο δράστης.

Εάν είναι γνωστός στις αρχές τυχόν περιορισμός στη χρήση μετρητών δεν θα αλλάξει κάτι, ενώ αντιθέτως θα ταλαιπωρήσει και θα περιορίσει την οικονομική ελευθερία και το θεμελιώδες δικαίωμα στην ιδιωτικότητα εκατομμυρίων πολιτών, δικαίωμα που προστατεύεται ρητά με το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Χάρτας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ECHR).

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση που αφορά τη συσχέτιση των CPLs με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς. Οπως και σε κάθε κατασταλτικού τύπου μέτρο, έτσι και τα CPLs εφαρμόζονται ήδη σε χώρες με υψηλή φοροδιαφυγή όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Ιταλία. Ειδικά στην περίπτωση της Πορτογαλίας και της Γαλλίας, η παραοικονομία αυξήθηκε μετά τη θέσπιση CPLs. Αντιθέτως σε καμία ευρωπαϊκή χώρα με χαμηλά ποσοστά φοροδιαφυγής (Ελβετία, Αυστρία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο) δεν υπάρχει περιορισμός στη χρήση μετρητών στις πληρωμές. Χαρακτηριστική, αν και εκτός Ε.Ε., είναι η περίπτωση της Ιαπωνίας, μία χώρα με ελάχιστη φοροδιαφυγή, όπου παραμένει συνήθης η αγορά π.χ. ενός ακριβού αυτοκινήτου με μετρητά.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος, η τραγική για τη χώρα και την οικονομία επιβολή των capital controls οδήγησε σε διπλασιασμό των αγορών με χρεωστικές/πιστωτικές κάρτες από 4,4% κατά μέσον όρο το 2010-2014 σε 11,2% κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016, αλλά και σε αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ λόγω της βελτίωσης της συμμόρφωσης. Η μελέτη εκτιμά ότι τα έσοδα από ΦΠΑ αυξάνονται κατά το μάλλον υψηλό ποσοστό του 1% για κάθε αντιστοίχως 1% αύξησης της συμμετοχής των καρτών στις πληρωμές.

Στη μελέτη της ΤτΕ γίνεται αναφορά στη μόνη εμπειρική έρευνα για τις επιπτώσεις του μείγματος πληρωμών στα φορολογικά έσοδα (Madzharova, 2014), η οποία συνδέει τη χρήση μετρητών με τη φοροδιαφυγή, χωρίς όμως να διαπιστώνει ευεργετικά αποτελέσματα στα δημόσια έσοδα από τη χρήση καρτών. Η πολιτική της «συμμόρφωσης με το στανιό» και του συνεχούς περιορισμού της προσωπικής (ιδιωτικότητα) και οικονομικής (capital controls, υποχρεωτική χρήση POS & καρτών) ελευθερίας των πολιτών σε συνδυασμό με ένα παράλογο φορολογικό πλαίσιο μόνο βραχυπρόθεσμα μπορεί να αποδώσει, ενώ ενδεχομένως οδηγεί σε μείωση των μελλοντικών εσόδων σε όρους καθαράς παρούσας αξίας. Παρενθετικώς η μελέτη της ΤτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση μείωσης του σημερινού συντελεστή ΦΠΑ θα αυξηθούν τα έσοδα.

Η λύση δεν μπορεί να αναζητηθεί στα κατασταλτικά μέτρα, τις δημεύσεις, τις αθρόες κατασχέσεις κλπ. αλλά σε ένα φορολογικό σύστημα που θα επιτρέπει στον πολίτη κατ’ αρχήν να επιβιώνει, αλλά και να δρέπει τους κόπους των προσπαθειών του γιατί αλλιώς είτε θα φοροδιαφύγει είτε θα φύγει από τη χώρα ή εάν δεν μπορεί να κάνει τίποτα από τα δύο θα σταματήσει –αναγκαστικά– να πληρώνει φόρους. Το γεγονός ότι όσο χαμηλότερη είναι η φοροδιαφυγή σε μία χώρα τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός ελευθερίας των πολιτών και αντιστοίχως λιγότερα τα αναγκαστικά μέτρα, δεν είναι τυχαίο. Αντιθέτως η σημερινή πολιτική της κυβέρνησης, ΑΑΔΕ και δανειστών, που προσποιούνται ότι το πρόβλημα συμμόρφωσης έγκειται στη δυστροπία των οφειλετών-φορολογουμένων και όχι στο γεγονός ότι το φορολογικό πλαίσιο είναι εκτός λογικής (βλ. ληξιπρόθεσμα & ποσοστό εισπραξιμότητας των φόρων), οδηγεί σε εξαιρετικά επικίνδυνο θεσμικά περιορισμό των ατομικών ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.

* Δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 20ης Αυγούστου της Καθημερινής

Saturday, August 12, 2017

Μία Κυριακή στο Τόκιο

Μοιάζει με ανέκδοτο αλλά όταν σπούδαζα, πριν από δύο δεκαετίες, στην Ιαπωνία συγκατοικούσα με έναν Ιταλό, έναν Ισπανό και έναν Ιρλανδό. Μέναμε σε μία μεγάλη μονοκατοικία με κήπο, κάτι εξόχως σπάνιο για το Τόκιο. Το ενοίκιο ήταν, σχετικά, χαμηλό επειδή το σπίτι ήταν δυτικού τύπου και δεν έβρισκε ενοικιαστές αφού το χρηματιστήριο είχε ήδη ξεφουσκώσει (δέκα ακριβώς χρόνια πριν την αντίστοιχη ελληνική περίπτωση) και μαζί του ο αριθμός των ξένων στελεχών που ζούσαν στη χώρα στους οποίους απευθυνόταν. Προφανώς κανείς ντόπιος δεν το ήθελε χωρίς ιαπωνικό μπάνιο και τατάμι (ψάθα) στο πάτωμα και έτσι το πήραμε εμείς κοψοχρονιά. Ο Ιταλός και ο Ιρλανδός είχαν ζήσει κατά το παρελθόν στην χώρα και την αγαπούσαν πολύ, ενώ ο Ισπανός μοναδικό στόχο είχε να επιστρέψει στην Βαρκελώνη με το μεγαλύτερο μέρος της υποτροφίας του ανέπαφο (ήμασταν όλοι υπότροφοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) για να αγοράσει σπίτι. Γι’αυτό δεν ακολουθούσε ποτέ ενώ η μόνη απόπειρα προσέγγισης των ιαπωνικών πραγμάτων που έκανε, ήταν να γραφτεί σε μία σχολή καράτε –είχε φέρει μαζί του και την ειδική στολή- αλλά έφαγε τόσο ξύλο που τα παράτησε μετά το δεύτερο μάθημα παρά το ότι είχε πληρώσει όλο τον μήνα. Αντιθέτως, εμείς οι υπόλοιποι λατρέψαμε τη χώρα και ζούσαμε σε κάποιο βαθμό ως Ιάπωνες και όχι ως «γκάϊτζιν», δηλαδή ξένοι. Τις Κυριακές βρισκόμασταν καμιά φορά στο Χαρατζούκου, στο θαυμάσιο πάρκο Γιογιόγκι όπου είναι χτισμένος ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους Σιντοϊστικούς ναούς, αφιερωμένος στον Αυτοκράτορα Μέϊτζι. Προφανώς δεν πηγαίναμε για προσκηνηματικούς λόγους, παρά το γεγονός ότι στην είσοδό του Μέϊτζι-Τζίνγκου υπάρχουν δεκάδες τεράστια και υπέροχα αισθητικά βαρέλια γεμάτα σάκε υψηλής ποιότητος αλλά και δυτικού τύπου γεμάτα από κρασί Βουργουνδίας που άρεσε στον συγχωρεμένο τον Μέιτζι. Ακόμη και σήμερα οι παμπόνηροι Βουργουνδοί εν οίνω αδελφοί μου, στέλνουν κάθε χρόνο καμιά διακοσαριά μπουκάλια δώρο στο ναό. Δυστυχώς αυτοί οι μοναδικοί πειρασμοί δεν αφορούν τους επισκέπτες, οπότε εμείς πηγαίναμε στο Γιογιόγκι για να δούμε πως ξεδίνουν οι ντόπιοι. Εκεί κάθε Κυριακή η αστυνομία κλείνει τον δρόμο στα αυτοκίνητα και στήνονται διάφορες μουσικές σκηνές με λόγιο πρόγραμμα όπως πάνκ, μέταλ, χιπ χοπ, σκληρό ροκ και ότι άλλο μπορεί να βάλει ο νους (χωρίς υπερβολή, μέχρι χορό της κοιλιάς). Εκεί συχνάζει και το Ροκαμπίλι κλαμπ της Ιαπωνικής πρωτεύουσας με αποτέλεσμα μετά από μισή ώρα να είναι κανείς σίγουρος ότι ο Έλβις ήταν Γιαπωνέζος και έχει τουλάχιστον τριακόσια εγγόνια. Όσο διαρκεί το ταρατατζούμ το όλο σκηνικό δεν διαφέρει από αντίστοιχα events σε οποιαδήποτε πρωτεύουσα του κόσμου ενώ το αλκόολ ρέει άφθονο κυρίως με την μορφή της γενικώς εξαιρετικής ιαπωνικής μπίρας. Η διαφορά του Τόκιο από π.χ. το Άμστερνταμ, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη κλπ είναι ότι στις πεντέμισι ακριβώς σταματάει η μουσική και πανκ, φρικιά, ροκαμπίλι, μπέλι ντάνσερς, θεατές και περιπατητές πιάνουν σκούπες, φαράσια και σκουπιδοσακούλες και καθαρίζουν σχολαστικά τον δρόμο. Όταν η αστυνομία τον παραδίδει εκ νέου στην κυκλοφορία δεν υπάρχει τίποτε που να θυμίζει όσα συνέβησαν εκεί τις προηγούμενες ώρες. Πολλά δε εκ των φρικιών βγάζουν την περούκα και την στολή και την άλλη μέρα παρουσιάζονται με το κοστουμάκι ή το ταγεράκι τους στη δουλειά. Την επόμενη Κυριακή, φτου και από την αρχή.

Βασίλης Μασσέλος

* φιλοξενήθηκε στο "Κ" της Καθημερινής της 31.7.2017

Monday, February 13, 2017

Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν πρέπει να περιορίζει την οικονομική ελευθερία

Πρόσφατο δημοσίευμα της «Καθημερινής» παρέθεσε ορισμένες ιδιόρρυθμες προτάσεις του τραπεζικού ολιγοπωλίου που έχει καθιερωθεί να αποκαλούμε «συστημικές τράπεζες», σχετικά με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενες, οι τράπεζες προτείνουν, εκτός από την υποχρεωτική χρήση πιστωτικών/χρεωστικών καρτών, την πραγματοποίηση συναλλαγών, όπως π.χ. η καταβολή της μισθοδοσίας ηλεκτρονικά, και την επιβολή φόρου στις αναλήψεις μετρητών. Το σκεπτικό είναι ότι τα μετρητά διοχετεύονται σε μεγάλο βαθμό ή μπορούν να διοχετευθούν εύκολα στη «μαύρη» οικονομία. Ετσι η επιβολή φορολογικού συντελεστή στις αναλήψεις θα περιόριζε δραστικά τη χρήση των μετρητών και κατ’ επέκταση τη φοροδιαφυγή.

Η απλοϊκή αυτή σκέψη στηρίζεται στην παραδοχή ότι η φοροδιαφυγή ερμηνεύεται από το μάλλον προβληματικό μοντέλο του Baker που χρονολογείται από το 1972 και το οποίο την εξαρτά από την πιθανότητα εντοπισμού και το επίπεδο των ποινών και προστίμων. Ακόμη και τότε η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν μπόρεσε να εξηγήσει επαρκώς το φαινόμενο στην πράξη, ενώ έκτοτε η έρευνα αλλά και η οικονομία, ή η τεχνολογία και η κοινωνία, έχουν εξελιχθεί σημαντικά. Στην εξαιρετικού ενδιαφέροντος εργασία που δημοσίευσαν το 2011 οι Feige & Cebula συνέδεσαν εμπειρικά το ύψος της φοροδιαφυγής στις ΗΠΑ με το ποσοστό ανεργίας, το ύψος του φόρου εισοδήματος, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας και τον βαθμό ικανοποίησης των πολιτών από την κυβέρνηση. Στα ίδια περίπου συμπεράσματα κατέληξαν το 2006 οι Fred & Frey, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η φοροδιαφυγή εξαρτάται από ένα «ψυχολογικό συμβόλαιο» μεταξύ κράτους και πολιτών, στο οποίο και τα δύο μέρη γνωρίζουν πλήρως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, ενώ οι φόροι είναι στην πραγματικότητα η τιμή των αγαθών και των υπηρεσιών που παρέχει το κράτος. Διαπίστωσαν επίσης ότι η αντιμετώπιση με σεβασμό του φορολογουμένου από τις αρχές περιορίζει τη φοροδιαφυγή, ενώ αντιθέτως η αυταρχική συμπεριφορά την αυξάνει. Δεδομένου ότι η εν λόγω εργασία αφορά την Ελβετία, η οποία έχει σημαντικές διαφορές με την Ελλάδα, π.χ. ως προς την ποιότητα των θεσμών, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίστοιχη μελέτη που έκαναν πέρυσι οι Sa, Martins & Gomes στην Πορτογαλία. Οι τρεις επιστήμονες κατέληξαν εμπειρικά σε παρόμοια συμπεράσματα με τους Ελβετούς συναδέλφους τους, συνδέοντας το φορολογικό φρόνημα και άρα τη φοροδιαφυγή με την ποιότητα της δημοκρατίας, των θεσμών και της κυβέρνησης.

Στην Ελλάδα το οικονομικό επιτελείο αλλά και οι εκάστοτε κυβερνήσεις έχουν δημιουργήσει, με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών, ένα περιβάλλον στο οποίο όλες οι παράμετροι που επηρεάζουν τη φοροδιαφυγή (παράλογα υψηλοί φόροι, μειούμενο ΑΕΠ, υψηλή ανεργία, κάκιστη ποιότητα θεσμών, δικαιοσύνης, κυβέρνησης και υπηρεσιών του κράτους, παντελής έλλειψη σεβασμού στον φορολογούμενο κ.λπ.) εμφανίζονται με μεγάλη ένταση. Για τον λόγο αυτό είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός ότι οι τράπεζες, που διαθέτουν υψηλοτάτου επιπέδου επιστημονικό δυναμικό στο πεδίο της οικονομίας, προχωρούν σε προτάσεις οι οποίες ενδεχομένως βραχυπρόθεσμα να οδηγήσουν σε αύξηση των εσόδων τους από προμήθειες ή σε διατήρηση των καταθέσεων, αλλά η υιοθέτηση των οποίων θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες στην οικονομία και στις ίδιες μεσοπρόθεσμα. Κρίνοντας από τη μικρή επίπτωση που είχαν στη φοροδιαφυγή οι δρακόντειοι και ολέθριοι για την οικονομία κεφαλαιακοί περιορισμοί, θα έπρεπε ήδη το οικονομικό επιτελείο αλλά και οι stakeholders, μεταξύ των οποίων και οι τράπεζες, να αναζητούν λύσεις αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής που δεν θα περιορίζουν την οικονομική ελευθερία. Λύσεις που θα στηρίζονται στη συνειδητοποίηση του ότι η φοροδιαφυγή δεν είναι το πρόβλημα, αλλά αποτελεί σύμπτωμα ενός άδικου και παράλογου φορολογικού συστήματος, ενός μη ανταποδοτικού κράτους που δεν λογοδοτεί ούτε σέβεται τον πολίτη και ενός ιδιαίτερα δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος, όπως αυτό αποτυπώνεται στο ποσοστό ανεργίας, στη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κ.λπ. Σε αυτό το πλαίσιο προτάσεις όπως αυτή της φορολόγησης των αναλήψεων είναι εκτός από ιδιόρρυθμες και επικίνδυνες.

* Φιλοξενήθηκε στο φύλλο της 28.01.2017 της "Οικονομικής Καθημερινής"