Όπως ο έρπης κρύβεται στο σώμα αναζητώντας ευκαιρία να ξαναχτυπήσει έτσι και στο Υπουργείο Οικονομικών υπάρχουν διάφορες μάλλον ιδιόρρυθμες ιδέες, οι οποίες από καιρού εις καιρόν αναβλύζουν στην επιφάνεια. Ιδέες που είτε κρύβονται στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του ή επιμελώς παρεισέφρησαν με την βοήθεια διαφόρων πωλητών "λύσεων".
Μία από αυτές, αφορώσα τις τριγωνικές συναλλαγές, περιελήφθη στον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο γνωστό ως "ρυθμίσεις επανεκκίνησης της οικονομίας". Ο τίτλος δεν είναι μόνο εκτός θέματος, αφού ο νόμος δεν περιέχει καμία απολύτως διάταξη που μπορεί να επανεκκινήσει την οικονομία, αλλά και παραπλανητικός αφού εάν εν προκειμένω εφαρμοστεί το άρθρο 21, θα δώσει την χαριστική βολή σε σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων. Ο νομοθέτης, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φοροαποφυγής μέσω τριγωνικών συναλλαγών με χώρες με ευνοϊκότερη φορολογία, αναγκάζει, με το άρθρο αυτό, τις επιχειρήσεις να προκαταβάλουν στο εξής φόρο ύψους 26% επί της αξίας των τιμολογίων που λαμβάνουν από "μη συνεργάσιμες χώρες ή από χώρες με "ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς". O φόρος θα τους επιστρέφεται εντός τριμήνου (πιθανότερα όμως εντός ενός τέρμενου αφού μιλάμε για την ελληνική δημόσια διοίκηση) εφόσον βεβαίως αποδείξουν "ότι πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής σε τρέχουσες τιµές αγοράς". Η προσπάθεια ελέγχου των τριγωνικών συναλλαγών χρονολογείται από το 2010 οπότε με το άρθρο 78 του Ν. 3842/2010 προστέθηκαν στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν.2238/1994) τα άρθρα 51Α & 51Β με τα οποία εισήχθη για πρώτη φορά στην ελληνική φορολογική νομοθεσία η έννοια των κρατών με «προνομιακό φορολογικό καθεστώς». Ο νόμος είχε, ως είθισται στη χώρα μας, αναδρομική ισχύ από την αρχή του έτους, ενώ το Υπουργείο Οικονομικών ξεπέρασε στην συνέχεια των εαυτό του, αφού η λίστα των 47 μη συνεργάσιμων χωρών από τις οποίες καμία απολύτως συναλλαγή δεν ήταν φορολογικά αποδεκτή, καθορίστηκε εννέα μήνες αργότερα, με την Υπουργική Απόφαση ΔΟΣ Α 1150236/ΕΞ/9.11.2010, διάστημα κατά το οποίο καμία επιχείριση δεν ήξερε εάν η χώρα με την οποία συναλλασσόταν ενέπιπτε σε αυτήν την κατηγορία. Μετά από την έντονη κοινή διαμαρτυρία του συνδέσμου μας και του ΣΕΒΕ, ο τότε υφυπουργός κος Κουσελάς ευτυχώς αντιλήφθηκε το παράλογο της ρύθμισης και μετέφερε την έναρξη ισχύος της απόφασης από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους ενώ προώθησε πρόσθετη ρύθμιση βάσει της οποίας "οι επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με τα κράτη του καταλόγου αυτού, εφόσον οι συναλλαγές τους είναι πραγματικές και συνήθεις και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών, εισοδημάτων ή κεφαλαίων στη μη συνεργάσιμη χώρα με σκοπό την φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή, θα αναγνωρίζονται ως δαπάνες των επιχειρήσεων. Το βάρος της απόδειξης θα φέρει η επιχείρηση». Παρά το ότι το θέμα είχε θεωρηθεί λήξαν, διότι τόσο οι ελεγκτικές αρχές διέθεταν πλέον το απαραίτητο νομικό οπλοστάσιο αλλά και οι συνεπείς επιχειρήσεις την δυνατότητα να αποδείξουν το "σύνηθες και πραγματικό" των συναλλαγών τους, το Υπουργείο Οικονομικών της νέας ελληνικής κυβέρνησης, παραδεχόμενο εμμέσως την ανεπάρκεια των υπηρεσιών του, προχώρησε στην ρύθμιση του άρθρου 21, η οποία εμπίπτει απολύτως στο λαϊκώς λεγόμενον "πονάει κεφάλι - κόβει κεφάλι". Σε μία περίοδο απόλυτης πιστωτικής ασφυξίας και οριακής ή αρνητικής ρευστότητας για την συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, η προκαταβολή φόρου θα αποβεί μοιραία, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που το, απολύτως αφερέγγυο, ελληνικό δημόσιο αποδειχθεί συνεπές στην δέσμευσή του να τον επιστρέφει εντός τριμήνου. Ειδικότερα για την αλυσίδα ένδυσης -κλωστοϋφαντουργίας η ρύθμιση θα έχει ολέθριες συνέπειες αφού ο κλάδος αναθέτει το 80% των υπεργολαβιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας στην Βουλγαρία και στην ΠΓΔΜ, χώρες οι οποίες περιλαμβάνονται στην "μαύρη λίστα".
Εκτός από τις τριγωνικές συναλλαγές, ο Υπουργός Οικονομικών κος Βαρουφάκης ανακοίνωσε, και αυτός, την διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με την ΓΓΠΣ και μάλιστα εντός πενταμήνου. Η ανακοίνωση αυτή αποκτά πλέον εθιμικό χαρακτήρα αφού και ο προκάτοχός του κος Χαρδούβελης, μιλώντας στο συνέδριο του Economist τον Ιούλιο του 2014, είχε θέσει ως άμεση προτεραιότητά του την υλοποίηση του σχεδίου διασύνδεσης των ηλεκτρονικών ταμειακών μηχανών με το σύστημα Taxisnet. Οι μόνοι που πρακτικά θα ωφεληθούν από την ενδεχόμενη υλοποίηση του μέτρου είναι οι εισαγωγείς-κατασκευαστές ταμειακών μηχανών οι οποίοι και το προωθούν. Κρίνοντας δε από την περίπτωση των απολύτως αποτυχημένων φορολογικών μηχανισμών, μάλλον συνεννοούνται μεταξύ τους, αφού μια μνήμη ελάχιστης χωρητικότητας πωλείτο σε τιμή δεκαπλάσια αυτής που θα δικαιολογούσαν οι προδιαγραφές της. Ετσι το μόνο που θα πετύχει το μέτρο αυτό είναι να προσθέσει ακόμη έναν πονοκέφαλο στους συνεπείς εμπόρους, π.χ. για το πού θα βρουν λεφτά να αγοράσουν καινούργια ταμειακή ή πώς θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα της σύνδεσης. Σημειωτέον στην περίπτωση της Κροατίας (το μέτρο εφαρμόστηκε και στην Ουγγαρία χωρίς αποτέλεσμα) που επικαλέστηκε ο Υπουργός, δεν απαιτείται φορολογική μνήμη, αφού η εφαρμογή λειτουργεί online σε ταμειακές αλλά και σε tablets, με κάθε απόδειξη να λαμβάνει μοναδικό κωδικό, ενώ εφαρμόστηκε μόνο στις τουριστικές επιχειρήσεις. Όπως είχα γράψει και κατά το παρελθόν (Καθημερινή, 26.7.2014), το ουσιώδες πρόβλημα είναι ότι οι φορολογικές απαιτήσεις του κράτους από τους μικροεπιτηδευματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι εξωπραγματικές με αποτέλεσμα η απόκρυψη εισοδημάτων να γίνεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, για λόγους επιβίωσης και όχι πλουτισμού εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Την ίδια στιγμή ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός δεν λειτουργεί με όρους κόστους/ωφέλειας αφού στην πράξη δεν μετράει αναλυτικά ανά φόρο το κόστος συλλογής του (στον ιδιωτικό τομέα η μέθοδος ονομάζεται Activity Based Costing). Επίσης αδιαφορεί για το κόστος συμμόρφωσης των επιτηδευματιών και για τις επιπτώσεις κάθε μέτρου ή φόρου στην οικονομία και κατά συνέπεια στα μελλοντικά φορολογικά έσοδα. [...] Για τον λόγο αυτό θα ήταν σαφώς προτιμότερη η αξιοποίηση των περιορισμένων πόρων της ΓΓΠΣ στην εκτέλεση εξειδικευμένων, ευφυών εφαρμογών λογισμικού που εντοπίζουν, αξιοποιώντας τα υφιστάμενα δεδομένα, πιθανές εστίες φοροδιαφυγής τόσο σε επίπεδο επιχειρήσεων όσο καιπολιτών, χωρίς να επιβαρύνουν οικονομικά και χρονικά τους πάντες. Η ενασχόληση, αντί για τη σύνδεση των ταμειακών, π.χ. με την πάταξη της διακρατικής απάτης ΦΠΑ (carousel ή missing trader) και με την ιχνηθέτηση του ναυτιλιακού πετρελαίου, θα απέφερε πολύ μεγαλύτερα οφέλη. Αυτά βεβαίως απαιτούν έναν αξιοκρατικά στελεχωμένο οργανισμό οοποίος να μετράει συνεχώς το κόστος κάθε δραστηριότητάς τους, τόσο εσωτερικά όσο και σε σχέση με την οικονομία και την ανάπτυξη.