Το βάρος της αντιμετώπισης του οικονομικού εκτροχιασμού της χώρας έπεσε στο σκέλος των φορολογικών εσόδων, ενώ τόσο η αύξησή τους όσο και οι μειώσεις στις δαπάνες δεν έγιναν ορθολογικά. Στην αγωνιώδη του προσπάθεια να εισρεύσουν χρήματα στα δημόσια ταμεία, το Υπουργείο Οικονομικών έλαβε μάλλον ακραίες αποφάσεις που "οπλίζουν" την φορολογική διοίκηση εις βάρος των φορολογουμένων και των επιχειρήσεων. Η αρχή έγινε με την κατάργηση, στην πράξη, της δυνατότητας προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια για φορολογικές διαφορές, αφού αυτή πλέον προϋποθέτει την προκαταβολή του 50% των βεβαιωμένων φόρων, προστίμων και προσαυξήσεων. Προ του 2010 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 10% ενώ ακόμη και αυτό δεν θα χρειαζόταν εάν το διοικητικό πρωτοδικείο λειτουργούσε γρήγορα και αποτελεσματικά και εξέδιδε αποφάσεις μέσα σε λίγους μήνες, αντί των τεσσάρων και πλέον ετών που απαιτούνται σήμερα. Αντί δηλαδή η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το πραγματικό πρόβλημα, που είναι η δυσλειτουργία των φορολογικών δικαστηρίων, το "έλυσε" καθιστώντας αδύνατη στην πράξη την πρόσβαση πολιτών και επιχειρήσεων σε αυτά, στερώντας τους το θεμελιώδες δικαίωμα στην δικαστική προστασία. Η πρόνοια αυτή αυξάνει θεαματικά την διαπραγματευτική θέση του ελεγκτικού μηχανισμού γεγονός ανησυχητικό εάν λάβει κανείς υπόψη τις επιδόσεις της χώρας σε ζητήματα διαφθοράς όπως αυτή εκτιμάται ετησίως από διεθνείς οργανισμούς όπως π.χ. η Διεθνής Διαφάνεια.
Στα τέλη του περασμένου χρόνου το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε υπερηφάνως ότι έστειλε το πρώτο "ηλεκτρονικό κατασχετήριο" σε Τράπεζα με στόχο τον λογαριασμό ενός νομικού προσώπου με ληξιπρόθεσμες οφειλές. Δεδομένου ότι η διαδικασία της κατάσχεσης γίνεται χωρίς ειδοποίηση δεν είναι λίγες οι φορές όπου ο "οφειλέτης του Δημοσίου" μαθαίνει ότι χρωστάει όταν πάει στο ΑΤΜ να κάνει ανάληψη ή προσπαθεί να πληρώσει τη μισθοδοσία και δεν βρίσκει υπόλοιπο στον λογαριασμό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ηλεκτρονικό κατασχετήριο επιφέρει αποτελέσματα άμεσα ενώ σε περίπτωση λάθους, κάτι όχι σπάνιο, ο φορολογούμενος ταλαιπωρείται για 5-6 μήνες, ενίοτε δε και χρόνια για να πάρει πίσω τα ηλεκτρονικώς πλην λαθεμένα αρπαγέντα από την εφορία. Η μη ειδοποίηση κρίθηκε αντισυνταγματική από το ΣτΕ τον περασμένο Μάρτιο (366/2014) αλλά η ενοχλητική για το Υπουργείο απόφαση ανετράπη, κατά τα ειωθότα, από το ίδιο δικαστήριο με άλλη σύνθεση. Η νέα απόφαση (2082/2014) δέχεται ότι μη κοινοποίηση στον οφειλέτη είναι προφανώς αποδεκτή διότι "εάν αυτός επληροφορείτο την επικείμενη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο τα οφειλόμενα σε αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις ή θα ανελάμβανε τα εις χείρας τρίτου κινητά του, με συνέπεια βεβαίως να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξιώσεως του Δημοσίου".
Ακολουθώντας εκ νέου την λογική του αρπακτικού, το Υπουργείο δίνει τη δυνατότητα στον ελεγκτικό μηχανισμό να εισέρχεται στα σπίτια των οφειλετών και να κατάσχει μετρητά, χωρίς να απαιτείται η παρουσία εισαγγελικού λειτουργού. Δεδομένου ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο για την εφορία να ζητήσει, για σοβαρή υπόθεση, την παρουσία εισαγγελέα για την διενέργεια ελέγχου στην οικία του φορολογούμενου, δύσκολα δικαιολογείται η συγκεκριμένη απόφαση. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα, λόγω της θύελλας αντιδράσεων που ξεσήκωσε, θα κριθεί από τον Άρειο Πάγο.
Αυτές οι ακρότητες δεν λύνουν το πρόβλημα αλλά αποτελούν τελικά ισχυρό σύμπτωμα της παθογένειας του φορολογικού συστήματος και των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών. Η ουσία βρίσκεται κατ'αρχήν στην ανάγκη σχεδιασμού εκ του μηδενός ενός απλού φορολογικού συστήματος το οποίο να θεσπίζει ίση μεταχείριση όλων των φορολογουμένων και όλων των πηγών εισοδήματος αλλά και την μεταφορά της αρμοδιότητας είσπραξης και των πόρων από τους φόρoυς επί των ακινήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ενός συστήματος η συμμόρφωση προς το οποίο θα είναι εφικτή, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. ελεύθεροι επαγγελματίες, ΕΝΦΙΑ σε ακίνητα που δεν αποφέρουν εισόδημα κλπ) δεν ισχύει σήμερα. Στη συνέχεια χρειάζεται να στελεχωθεί εκ νέου ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός με αξιοκρατικά κριτήρια και ασφυκτικό έλεγχο των ελεγκτών ώστε να περιοριστεί η διαφθορά. Η παροχή υπερεξουσιών στις υπηρεσίες, υπό τις παρούσες συνθήκες, τσαλακώνει θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και επιφέρει, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, αποτελέσματα αντίθετα των επιδιωκόμενων.
Στα τέλη του περασμένου χρόνου το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε υπερηφάνως ότι έστειλε το πρώτο "ηλεκτρονικό κατασχετήριο" σε Τράπεζα με στόχο τον λογαριασμό ενός νομικού προσώπου με ληξιπρόθεσμες οφειλές. Δεδομένου ότι η διαδικασία της κατάσχεσης γίνεται χωρίς ειδοποίηση δεν είναι λίγες οι φορές όπου ο "οφειλέτης του Δημοσίου" μαθαίνει ότι χρωστάει όταν πάει στο ΑΤΜ να κάνει ανάληψη ή προσπαθεί να πληρώσει τη μισθοδοσία και δεν βρίσκει υπόλοιπο στον λογαριασμό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ηλεκτρονικό κατασχετήριο επιφέρει αποτελέσματα άμεσα ενώ σε περίπτωση λάθους, κάτι όχι σπάνιο, ο φορολογούμενος ταλαιπωρείται για 5-6 μήνες, ενίοτε δε και χρόνια για να πάρει πίσω τα ηλεκτρονικώς πλην λαθεμένα αρπαγέντα από την εφορία. Η μη ειδοποίηση κρίθηκε αντισυνταγματική από το ΣτΕ τον περασμένο Μάρτιο (366/2014) αλλά η ενοχλητική για το Υπουργείο απόφαση ανετράπη, κατά τα ειωθότα, από το ίδιο δικαστήριο με άλλη σύνθεση. Η νέα απόφαση (2082/2014) δέχεται ότι μη κοινοποίηση στον οφειλέτη είναι προφανώς αποδεκτή διότι "εάν αυτός επληροφορείτο την επικείμενη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο τα οφειλόμενα σε αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις ή θα ανελάμβανε τα εις χείρας τρίτου κινητά του, με συνέπεια βεβαίως να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξιώσεως του Δημοσίου".
Ακολουθώντας εκ νέου την λογική του αρπακτικού, το Υπουργείο δίνει τη δυνατότητα στον ελεγκτικό μηχανισμό να εισέρχεται στα σπίτια των οφειλετών και να κατάσχει μετρητά, χωρίς να απαιτείται η παρουσία εισαγγελικού λειτουργού. Δεδομένου ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο για την εφορία να ζητήσει, για σοβαρή υπόθεση, την παρουσία εισαγγελέα για την διενέργεια ελέγχου στην οικία του φορολογούμενου, δύσκολα δικαιολογείται η συγκεκριμένη απόφαση. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα, λόγω της θύελλας αντιδράσεων που ξεσήκωσε, θα κριθεί από τον Άρειο Πάγο.
Αυτές οι ακρότητες δεν λύνουν το πρόβλημα αλλά αποτελούν τελικά ισχυρό σύμπτωμα της παθογένειας του φορολογικού συστήματος και των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών. Η ουσία βρίσκεται κατ'αρχήν στην ανάγκη σχεδιασμού εκ του μηδενός ενός απλού φορολογικού συστήματος το οποίο να θεσπίζει ίση μεταχείριση όλων των φορολογουμένων και όλων των πηγών εισοδήματος αλλά και την μεταφορά της αρμοδιότητας είσπραξης και των πόρων από τους φόρoυς επί των ακινήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ενός συστήματος η συμμόρφωση προς το οποίο θα είναι εφικτή, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. ελεύθεροι επαγγελματίες, ΕΝΦΙΑ σε ακίνητα που δεν αποφέρουν εισόδημα κλπ) δεν ισχύει σήμερα. Στη συνέχεια χρειάζεται να στελεχωθεί εκ νέου ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός με αξιοκρατικά κριτήρια και ασφυκτικό έλεγχο των ελεγκτών ώστε να περιοριστεί η διαφθορά. Η παροχή υπερεξουσιών στις υπηρεσίες, υπό τις παρούσες συνθήκες, τσαλακώνει θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και επιφέρει, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, αποτελέσματα αντίθετα των επιδιωκόμενων.