Saturday, May 27, 2006
Κλείσιμο δρόμων α λα κάρτ
Επιτέλους η "Καθημερινή" ασχολήθηκε σε ένα εξαιρετικό leader (25/6) με το απαράδεκτο φαινόμενο των διαδηλώσεων στην Αθήνα. Εδώ και πολλά χρόνια έχει παγιωθεί το άτυπο δικαίωμα της κας Παπαρήγα και άλλων ομάδων που εκπροσωπούν την συντριπτική μειοψηφία των πολιτών, να κλείνουν την Αθήνα κατά το δοκούν. Αποτέλεσμα είναι η αστυνομία να λειτουργεί ως Φιλιπινέζα των επαγγελματιών διαδηλωτών και να κλείνει το κέντρο δι'ασήμαντον αφορμήν, προκαλώντας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ το χάος. Τις περισσότερες φορές οι Αστυνομικοί είναι περισσότεροι από τους "διαδηλωτές" (εδώ πρέπει να επέμβει το ΙΚΑ γιατί οι "διαδηλωτές" είναι εν τοις πράγμασι μόνιμοι). Το εξοργιστικό δε είναι ποτέ κανείς αστυνομικός δεν ασχολήθηκε με το να βοηθήσει τους δύσμοιρους οδηγούς που εκτρέπονται καθημερινά και περνούν αρκετές χαμένες ώρες εκνευρισμού. Αρκείται στο να κλείνει το δρόμο και άς κόψουν το λαιμό τους οι πολίτες. Όταν είχα θέσει το σχετικό ερώτημα στον κο Χρυσοχοϊδη μου απάντησε ότι χρειάζεται συναίνεση των κομμάτων (γιατί να τη δώσει το ΚΚΕ το οποίο με την παρούσα πρακτική αρκεί να στείλει 27 άτομα -τόσους είχα μετρήσει μία φορά στο Σύνταγμα- για να προκαλέσει το χάος) γιατί αλλιώς "θα υπάρξει προβοκάτσια και θα θρηνήσουμε θύματα". Κατά την γνώμη μου χρειάζεται κάτι άλλο: κότσια. Αυτά χρειάζονται ώστε να πάρει ο πρωθυπουργός μία απόφαση η οποία θα ανακουφίσει το 99,90% των Αθηναίων: να περιορίσει τις μικρές διαδηλώσεις στις πλατείες και στα πεζοδρόμια. Σε μία δημοκρατία δεν είναι αποδεκτό το δικαίωμα της μειοψηφίας να διαδηλώνει -το οποίο σέβομαι απόλυτα- όταν λειτουργεί εις βάρος του δικαιώματος της πλειοψηφίας να κινείται στην πόλη και να οδηγεί σε οικονομικό μαρασμό τους πάντες. Τα δύο αυτά δικαιώματα δεν είναι κατ'ανάγκην αμοιβαίως αποκλειόμενα. Τώρα όταν διαδηλώνει η πλειψηφία, ή έστω ένας μεγάλος αριθμός πολιτών, τότε ναι, επιβάλλεται κλείνουν οι δρόμοι.
Saturday, May 20, 2006
Jin Kichi, Λονδίνο
Ο αριθμός των Ιαπωνικών εστιατορίων με σεφ της αυτής ιθαγένειας είναι μάλλον μικρός αφού ο Ιάπων σεφ συνήθως πληρώνεται μηνιαίως το (ευτυχώς συνήθως χαμηλό) βάρος του σε χρυσό. Στο Jin Kichi το εξόχως ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ότι, πέραν του μαγείρου, το σύνολο του πληρώματος είναι born in Japan κάτι αξιοσημείωτο για όσους γνωρίζουν την Ιαπωνική κοινωνία. Δεν πρόκειται για χρυσοπληρωμένες γαστρονομικές μεταγραφές αλλά για μποέμ Ιάπωνες που έχουν φτιάξει ένα από τα αυθεντικότερα Ιαπωνικά εστιατόρια εκτός Ιαπωνίας. Αυθεντικό τόσο από πλευράς εικόνας όσο και από πλευράς κουζίνας. Όσοι έχουν συνηθίσει τα «high» Γιαπωνέζικα, τα οποία σχεδόν στο σύνολό τους έχουν σχεδιαστεί για τα Ευρωπαϊκά γούστα, ίσως παραξενευτούν αφού το Jin Kichi είναι ακριβώς όπως χιλάδες όμοιες ταβέρνες στη χώρα καταγωγής του. Απλό, φωτισμένο με άκομψες λάμπες φθορισμού, απίστευτα στριμωγμένο με χειρόγραφες προτάσεις από το μενού κολλημένες στον τοίχο μαζί με την απίστευτη ταμπέλλα «We aporogise for no take away service during peak hours - Thank you», το Jin Kichi μοιάζει να έχει μεταφυτεθεί αυτούσιο από την Ιαπωνία. Βρίσκεται στο Hampstead και αναπτύσσεται πίσω από μία καλόγουστη πρόσοψη, σε ένα στενό ισόγειο και ακόμη στενότερο υπόγειο. Ανήκει και αυτό στην κατηγορία της «ιζάκαγια» το αντίστοιχο του καθ’υμάς μεζεδοπωλείου και μάλιστα της κατηγορίας robatayaki («όλα στα κάρβουνα»). Από την μικρή αλλά θαυματουργή θράκα του ισογείου θα απολαύσετε σουβλάκι κοτόπουλο (γιακιτόρι), σουβλάκι με κεφτέδες κοτόπουλου (tsukune), σουβλάκι από πετσούλες κοτόπουλου (torikawa) σουβλάκι με μανιτάτια σιϊτάκε, σουβλάκι με κρεμμυδάκια (tamanegi) αλλά και ψητό σολωμό τεριγιάκι (sake teriyaki) και ψητό σκουμπρί σε αλάτι (saba shioyaki).). Πριν τσακίσετε τα της ώρας καλό θα ήταν να δοκιμάσετε το άψογα κομμένο και πολύ φρέσκο σασίμι και νιγκίρι από τα χέρια του chef του υπογείου (εδώ ταιριάζει απόλυτα ο χαρακτηρισμός sous chef). Αν και δεν το έχει πάντα, ζητήστε σασίμι από τόρο, το λιπαρό τοίχωμα της κοιλιάς του τόνου, που είναι με απόσταση ο βασιλιάς του σούσι. Εάν αντέχετε δοκιμάστε και πονηρούς και δυσεύρευτους στη Δύση μεζέδες όπως «γκιόζα» (τσιγαρισμένα χοιρινά dumplings που προτιμώνται από τους Ιάπωνες ως μεταμεσονύκτιο hangover cure αντίστοιχης φαρμακολογίας με τον δικό μας πατσά). Εξαιρετικός μεζές είναι και το buta shiogayaki ήτοι λεπτές φέτες χοιρινού με τζίντζερ σερβιρισμένο σε καυτό μαντεμένιο σκεύος. Για όλους τους μεζέδες θα χρειαστείτε ρύζι ατμού με το οποίο θα αξιοποιήσετε τις πολύ νόστιμες σάλτσες αλλά και σοβαρές ποσότητες από σάκε και μπίρα. Το πρωτόκολο σε μία Ιζάκαγια είναι ακριβώς αυτό του τσιπουράδικου με μόνη διαφορά ότι αντί για τσίπουρο θα πιείτε κρύο (ή ζεστό το χειμώνα) σάκε κατ’ευθείαν μέσα από πεντακάθαρα μικρά ξύλινα κουτάκια. Αυτά είναι αισθητικώς ευχάριστα αλλά μάλλον θα αντιμετωπίσετε χρηστικές δυσκολίες μετά το έκτο κουτάκι. Για όσους απεύχονται κάτι τέτοιο υπάρχει η λύση της Ιαπωνικής (πλην δυστυχώς παρασκευασμένης under license στην Αγγλία) μπίρας. Για τους περιπετειώδεις τύπους τέλος υπάρχει και το «τσαν-πον» ή το ανακάτεμα διαφόρων αλκοολούχων ποτών με αποτελέσμα που ξεπερνούν τις θεραπευτικές ιδιότητες της γκιόζα.
Το νέο σε ηλικία και cool πλήρωμα προσφέρει μία φιλική, σχεδόν σπιτική εξυπηρέτηση συμπληρώνοντας την ανέμελη εικόνα του μεζεδάδικου. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα λογικές για την περιοχή τιμές (θα καθαρίσετε με λιγότερο από 30 λίρες εκτός βέβαια εάν έχετε σκοπό να πιείτε τον Βόσπορο) έχουν φέρει το Jin Kichi στα ύψη από πλευράς δημοφιλίας. Γι’αυτό καλό είναι να κλείσετε τραπέζι πριν πάτε και μάλιστα όσο πιο νωρίς γίνεται εάν πρόκειται για Παρασκευή ή Σάββατο. Και μην ανησυχείτε. Δεδομένου ότι το κατάστημα διαχειρίζονται Ιάπωνες δεν θα πάθετε αυτό που υπέστη γνωστός στη Χαλκίδα. Ο δύσμοιρος είχε παραγγείλει τηλεφωνικώς και εκ των προτέρων ψάρι στην ταβέρνα της περιοχής αλλά όταν έφθασε δεν υπήρχε διαθέσιμο τραπέζι. Η αφοπλιστική δε απάντηση ήταν «μα μου είπες να σου κρατήσω ψάρι – όχι και τραπέζι».
73 Heath Street London NW3 6UG
τηλ. +44 20 7794 6158
Το νέο σε ηλικία και cool πλήρωμα προσφέρει μία φιλική, σχεδόν σπιτική εξυπηρέτηση συμπληρώνοντας την ανέμελη εικόνα του μεζεδάδικου. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα λογικές για την περιοχή τιμές (θα καθαρίσετε με λιγότερο από 30 λίρες εκτός βέβαια εάν έχετε σκοπό να πιείτε τον Βόσπορο) έχουν φέρει το Jin Kichi στα ύψη από πλευράς δημοφιλίας. Γι’αυτό καλό είναι να κλείσετε τραπέζι πριν πάτε και μάλιστα όσο πιο νωρίς γίνεται εάν πρόκειται για Παρασκευή ή Σάββατο. Και μην ανησυχείτε. Δεδομένου ότι το κατάστημα διαχειρίζονται Ιάπωνες δεν θα πάθετε αυτό που υπέστη γνωστός στη Χαλκίδα. Ο δύσμοιρος είχε παραγγείλει τηλεφωνικώς και εκ των προτέρων ψάρι στην ταβέρνα της περιοχής αλλά όταν έφθασε δεν υπήρχε διαθέσιμο τραπέζι. Η αφοπλιστική δε απάντηση ήταν «μα μου είπες να σου κρατήσω ψάρι – όχι και τραπέζι».
73 Heath Street London NW3 6UG
τηλ. +44 20 7794 6158
Contanstia Uitsig, Cape Town
Constantia Uitsig, Κεϊπ Τάουν
Ο εμπειρικός κανόνας που θέλει τα εστιατόρια με καλή θέα να έχουν μέτριο φαγητό απέκτησε, μετά το Jules Verne, μία ακόμη εξαίρεση με το όνομα Contantia Uitsig (προφέρεται «έτσιχ» και στα Afrikaans σημαίνει «θέα»). Βρίσκεται στο κέντρο του ομώνυμου, γνωστού και παλαιού κτήματος (estate) στο ακριβό προάστειο Constantia, 20 λεπτά από το κέντρο του Κέϊπ Τάουν. Για να φθάσεις στο εστιατόριο διασχίζεις μέρος του estate με φροντισμένους αμπελώνες sauvignon blanc, chardonnay, cabernet sauvignon & merlot ένθεν και ένθεν του ιδιωτικού αγροτικού δρόμου. Το εστιατόριο βρίσκεται σε ένα παλαιό outbuilding της φάρμας μέσα σε έναν ανθισμένο κήπο. Η κύρια είσοδος είναι ένα φιλόξενο, καλόγουστο lounge σε αγγλικό αποικιακό στυλ, που δημιουργεί την εντύπωση ότι μπαίνεις σε σπίτι. Εκεί οι θαμώνες απολαμβάνουν ένα pre-dinner drink ή ένα πούρο μετά το φαγητό (μιά που –ορθότατα- το κάπνισμα δεν επιτρέπεται στην κυρίως σάλα). Στον τείχο αναρίθμητα βραβεία και διακρίσεις που έχει αποσπάσει τα τελευταία χρόνια η ψυχή του Constantia Uitsig, ο αυτοδίδακτος και ταλαντούχος Άγγλος chef Franc Swainston. Η κυρίως σάλα βρίσκεται σε ένα μακρόστενο χαγιάτι, όλο τζάμι, με θέα τις εκτάσεις της φάρμας. Το τραπέζι φροντισμένο αλλά ταυτόχρονα λιτό, σχεδόν χωριάτικο, με χοντρά χαμηλά ποτήρια νερού. Το ψωμί ψήνεται στο εστιατόριο και είναι τόσο νόστιμο που κινδυνεύει κανείς να χορτάσει πριν από την παράσταση. Αρχίζουμε με μικρά νοτιαφρικανικά στρείδια καθαρισμένα και τοποθετημένα, ένα ένα, μαζί με το ζουμί τους σε πορσελάνινα κινέζικα κουτάλια σούπας με καπέλο μία λεπτή φέτα fennel τουρσί. Είναι απίστευτα μαλακά και γλυκά και λιώνουν στο στόμα ενώ το πιπεράτο fennel τσιμπά γαργαλιστικά τον ουρανίσκο. Δοκιμάζω επίσης από ένα θαυμάσιο πιάτo Cape Malay (μία κουζίνα fusion με ιστορία αιώνων που δημιούργησαν οι Μαλαισιανοί εργάτες που εισήγαγαν οι Άγγλοι προκειμένου να εργαστούν στην αποικία) με μωρά καλαμαράκια & κινέζικα noodles. Ακολουθεί degustation της στρουθοκαμήλου που φτιάχνει ο Franc, πάντα rare, με μία σως demi glace από port και bitter σοκολάτα!!! To αποτέλεσμα, σαν μαγικό φίλτρο, μεταμορφώνεται σε αρώματα ένος μοναδικού κήπου από μούρα και βατόμουρα και κανείς δεν μπορεί να διακρίνει πιά τα αρχικά υλικά. Μία εξόχως δυνατή σάλτσα που συνοδεύει τέλεια το –σχετικά άνοστο- αλλά μαλακό και με ωραία υφή κρέας της στρουθοκαμήλου. Στη συνέχεια δοκιμάζουμε το μοναδικό springbok (το πιό μικρόσωμο είδος αντιλόπης) με σως από μέλι & λεμόνι και πατάτες dauphinoise. Το κρέας, όπως συμβαίνει συνήθως στο κυνήγι, έχει πολύ έντονη γεύση η οποία στην περίπτωση του springbok μοιάζει ελαφρά με αυτή του συκωτιού. Ο Franc επινόησε την βελούδινη & διακριτική σάλτσα από μέλι & λεμόνι, προκειμένου να μπορεί να απολαύσει κανείς την εξαίσια γεύση που έχει το ίδιο το κρέας, το οποίο ψήνεται ελάχιστα. Ένα πιάτο η νοστιμιά του οποίου δύσκολα φυλακίζεται σε λέξεις. Κλείνουμε με sticky toffee pudding, μία ζεστή πουτίγκα από χουρμάδες με σως αγγλικού toffee και παγωτό βανίλια. Οι περισσότεροι –αν και στα πρόθυρα εκρήξεως- πήραν και δεύτερο. Η εξυπηρέτηση γρήγορη, φιλική, ιδιαιτέρως φιλόξενη αλλά ταυτόχρονα επαγγελματική ενώ ο Franc είναι πάντα διαθέσιμος για συμβουλές. Μία από αυτές ήταν και το εξαιρετικό κρασί Simonsig Merindol Syrah του 99 από μία εκτενή λίστα με εξαιρετικά κρασιά του Ακρωτηρίου αλλά και ορισμένα Ευρωπαϊκά. Με σημαντική κατ’άτομο ποσότητα από το φρουτώδες Syrah και μία φιάλη γλυκό μοσχάτο Vin de Constance’ 97 από την γειτονική φάρμα, το Uitsig μας στοίχισε κατ’άτομο 50 περίπου ευρώ. Πρόκειται για ποσό εξαιρετικά υψηλό για τη Νότιο Αφρική το οποίο όμως δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά αφού το Uitsig είναι πάντα γεμάτο γι’αυτό είναι καλό να κλείσετε τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν. Επίσης λόγω της απόστασης και της εγκληματικότητας που μαστίζει τη χώρα καλό είναι να πάτε με οδηγό από το ξενοδοχείο ο οποίος και θα σας περιμένει για να επιστρέψετε (το ανωτέρω ποσό κατ’άτομο περιλαμβάνει και το πιάτο που ευχαρίστως έφτιαξε το Uitsig για τον οδηγό μας). Πριν φύγετε αξίζει να αγοράσετε το βιβλίο συνταγών του εστιατορίου το οποίο ευχαρίστως θα σας αφιερώσει ο Franc.
Ο εμπειρικός κανόνας που θέλει τα εστιατόρια με καλή θέα να έχουν μέτριο φαγητό απέκτησε, μετά το Jules Verne, μία ακόμη εξαίρεση με το όνομα Contantia Uitsig (προφέρεται «έτσιχ» και στα Afrikaans σημαίνει «θέα»). Βρίσκεται στο κέντρο του ομώνυμου, γνωστού και παλαιού κτήματος (estate) στο ακριβό προάστειο Constantia, 20 λεπτά από το κέντρο του Κέϊπ Τάουν. Για να φθάσεις στο εστιατόριο διασχίζεις μέρος του estate με φροντισμένους αμπελώνες sauvignon blanc, chardonnay, cabernet sauvignon & merlot ένθεν και ένθεν του ιδιωτικού αγροτικού δρόμου. Το εστιατόριο βρίσκεται σε ένα παλαιό outbuilding της φάρμας μέσα σε έναν ανθισμένο κήπο. Η κύρια είσοδος είναι ένα φιλόξενο, καλόγουστο lounge σε αγγλικό αποικιακό στυλ, που δημιουργεί την εντύπωση ότι μπαίνεις σε σπίτι. Εκεί οι θαμώνες απολαμβάνουν ένα pre-dinner drink ή ένα πούρο μετά το φαγητό (μιά που –ορθότατα- το κάπνισμα δεν επιτρέπεται στην κυρίως σάλα). Στον τείχο αναρίθμητα βραβεία και διακρίσεις που έχει αποσπάσει τα τελευταία χρόνια η ψυχή του Constantia Uitsig, ο αυτοδίδακτος και ταλαντούχος Άγγλος chef Franc Swainston. Η κυρίως σάλα βρίσκεται σε ένα μακρόστενο χαγιάτι, όλο τζάμι, με θέα τις εκτάσεις της φάρμας. Το τραπέζι φροντισμένο αλλά ταυτόχρονα λιτό, σχεδόν χωριάτικο, με χοντρά χαμηλά ποτήρια νερού. Το ψωμί ψήνεται στο εστιατόριο και είναι τόσο νόστιμο που κινδυνεύει κανείς να χορτάσει πριν από την παράσταση. Αρχίζουμε με μικρά νοτιαφρικανικά στρείδια καθαρισμένα και τοποθετημένα, ένα ένα, μαζί με το ζουμί τους σε πορσελάνινα κινέζικα κουτάλια σούπας με καπέλο μία λεπτή φέτα fennel τουρσί. Είναι απίστευτα μαλακά και γλυκά και λιώνουν στο στόμα ενώ το πιπεράτο fennel τσιμπά γαργαλιστικά τον ουρανίσκο. Δοκιμάζω επίσης από ένα θαυμάσιο πιάτo Cape Malay (μία κουζίνα fusion με ιστορία αιώνων που δημιούργησαν οι Μαλαισιανοί εργάτες που εισήγαγαν οι Άγγλοι προκειμένου να εργαστούν στην αποικία) με μωρά καλαμαράκια & κινέζικα noodles. Ακολουθεί degustation της στρουθοκαμήλου που φτιάχνει ο Franc, πάντα rare, με μία σως demi glace από port και bitter σοκολάτα!!! To αποτέλεσμα, σαν μαγικό φίλτρο, μεταμορφώνεται σε αρώματα ένος μοναδικού κήπου από μούρα και βατόμουρα και κανείς δεν μπορεί να διακρίνει πιά τα αρχικά υλικά. Μία εξόχως δυνατή σάλτσα που συνοδεύει τέλεια το –σχετικά άνοστο- αλλά μαλακό και με ωραία υφή κρέας της στρουθοκαμήλου. Στη συνέχεια δοκιμάζουμε το μοναδικό springbok (το πιό μικρόσωμο είδος αντιλόπης) με σως από μέλι & λεμόνι και πατάτες dauphinoise. Το κρέας, όπως συμβαίνει συνήθως στο κυνήγι, έχει πολύ έντονη γεύση η οποία στην περίπτωση του springbok μοιάζει ελαφρά με αυτή του συκωτιού. Ο Franc επινόησε την βελούδινη & διακριτική σάλτσα από μέλι & λεμόνι, προκειμένου να μπορεί να απολαύσει κανείς την εξαίσια γεύση που έχει το ίδιο το κρέας, το οποίο ψήνεται ελάχιστα. Ένα πιάτο η νοστιμιά του οποίου δύσκολα φυλακίζεται σε λέξεις. Κλείνουμε με sticky toffee pudding, μία ζεστή πουτίγκα από χουρμάδες με σως αγγλικού toffee και παγωτό βανίλια. Οι περισσότεροι –αν και στα πρόθυρα εκρήξεως- πήραν και δεύτερο. Η εξυπηρέτηση γρήγορη, φιλική, ιδιαιτέρως φιλόξενη αλλά ταυτόχρονα επαγγελματική ενώ ο Franc είναι πάντα διαθέσιμος για συμβουλές. Μία από αυτές ήταν και το εξαιρετικό κρασί Simonsig Merindol Syrah του 99 από μία εκτενή λίστα με εξαιρετικά κρασιά του Ακρωτηρίου αλλά και ορισμένα Ευρωπαϊκά. Με σημαντική κατ’άτομο ποσότητα από το φρουτώδες Syrah και μία φιάλη γλυκό μοσχάτο Vin de Constance’ 97 από την γειτονική φάρμα, το Uitsig μας στοίχισε κατ’άτομο 50 περίπου ευρώ. Πρόκειται για ποσό εξαιρετικά υψηλό για τη Νότιο Αφρική το οποίο όμως δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά αφού το Uitsig είναι πάντα γεμάτο γι’αυτό είναι καλό να κλείσετε τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν. Επίσης λόγω της απόστασης και της εγκληματικότητας που μαστίζει τη χώρα καλό είναι να πάτε με οδηγό από το ξενοδοχείο ο οποίος και θα σας περιμένει για να επιστρέψετε (το ανωτέρω ποσό κατ’άτομο περιλαμβάνει και το πιάτο που ευχαρίστως έφτιαξε το Uitsig για τον οδηγό μας). Πριν φύγετε αξίζει να αγοράσετε το βιβλίο συνταγών του εστιατορίου το οποίο ευχαρίστως θα σας αφιερώσει ο Franc.
Subscribe to:
Posts (Atom)