Πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, που δημοσιεύθηκε στο οικονομικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος τον περασμένο μήνα, προκρίνει πολύ σωστά τη δημιουργία/υποστήριξη νέων επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό ως κρίσιμο στόχο πολιτικής. Παρότι οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι η ανάπτυξη των εξαγωγών αποτελεί τη μοναδική ίσως λύση για να εξέλθει η χώρα από την κρίση, το θέμα ουδόλως απασχόλησε τόσο την παρούσα όσο και τις προηγούμενες «μνημονιακές» κυβερνήσεις. Η ολοκληρωμένη στρατηγική προώθησης των ελληνικών εξαγωγών που παρέδωσε το ολλανδικό υπουργείο Οικονομικών στην ελληνική κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 2012, μία πραγματικά εξαιρετική δουλειά, σκονίζεται σε κάποιο συρτάρι. Ομοίως οι πάντες αδιαφόρησαν για τη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «Ο γρίφος των χαμένων εξαγωγών της Ελλάδος», που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2014. Χρησιμοποιώντας ένα εξειδικευμένο οικονομετρικό μοντέλο (Gravity model), οι ερευνητές υπολόγισαν την αξία των «χαμένων» εξαγωγών της χώρας, δηλαδή τη διαφορά αυτών που εξάγουμε σήμερα σε σχέση με αυτά τα οποία θα έπρεπε να πουλάμε στο εξωτερικό, σε 17 δισ. περίπου, δηλαδή πολύ περισσότερα απ’ όσα εισπράττουμε ετησίως από τον τουρισμό. Το ποσό αυτό είναι σήμερα μεγαλύτερο γιατί οι εξαγωγές έχουν εν τω μεταξύ μειωθεί σημαντικά, κυρίως εξαιτίας των κεφαλαιακών περιορισμών. Δεν είναι τυχαίο ότι βαφτίσαμε τον τουρισμό «βαριά βιομηχανία» σε μια προσπάθεια ωραιοποίησης της κατάντιας μας.
Παρότι η εμπειρική μελέτη του ΙΟΒΕ εστιάζει στις νέες επιχειρήσεις, το γεγονός ότι βάζει το θέμα «στο τραπέζι» είναι καλοδεχούμενο. Στόχος της εν λόγω μελέτης είναι «η διατύπωση προτάσεων πολιτικής για την ενίσχυση της επιχειρηματικής εξωστρέφειας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας». Μεταξύ των διαπιστώσεων περιλαμβάνονται, πρώτον, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν εδραιωθεί στον κλάδο τους (σ.σ. κάτι μάλλον δύσκολο για νέες επιχειρήσεις) τείνουν να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη διείσδυση σε αγορές εκτός των συνόρων και, δεύτερον, ότι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων αποτελούν η ρευστότητα και οι περιορισμένες υποχρεώσεις προς τρίτους (αναγνωρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς την απόλυτη πιστωτική ασφυξία στη χώρα μας). Οι προτάσεις στις οποίες καταλήγει η μελέτη περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των συμβουλευτικών δομών και την αποτελεσματική παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών στο πεδίο της μεταφοράς πληροφοριών και γνώσης, την ανάπτυξη στρατηγικών σχεδίων δράσης, την αξιοποίηση εργαλείων δικτύωσης, την εξάλειψη νομικών εμποδίων και την ενημέρωση για πιθανούς τρόπους χρηματοδότησης (sic). Μεταξύ άλλων θεωρεί χρήσιμη και την κατάρτιση ενός πρακτικού οδηγού για τη δραστηριοποίηση εκτός Ελλάδος.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που να διαφωνεί με τη χρησιμότητα των προτάσεων, ειδικά εάν αυτές αφορούσαν μία άλλη χώρα. Ο Ελληνας εξαγωγέας όμως πρέπει να ανταγωνιστεί στον σκληρό διεθνή στίβο, πληρώνοντας τριπλάσια επιτόκια σε σχέση με τους Γερμανούς, πολύ ακριβότερο ρεύμα, υψηλότατους και απρόβλεπτους φόρους και δυσβάστακτο γραφειοκρατικό κόστος. Πρέπει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας εξαιτίας της κατάστασης των ελληνικών τραπεζών και της αρνητικής πιστωτικής επέκτασης, της απροθυμίας των ξένων προμηθευτών να παράσχουν πιστώσεις –ειδικά μετά την τραγωδία της επιβολής κεφαλαιακών περιορισμών– αλλά και εξαιτίας της καθυστέρησης με την οποία το υπουργείο Οικονομικών επιστρέφει τον ΦΠΑ, στραγγαλίζοντας έτσι τις μόνες επιχειρήσεις που μπορούν να κρατήσουν ζωντανή την ελληνική οικονομία. Ακόμη και οι σχετικά λίγες επιχειρήσεις που μπορούν να ξεπεράσουν αυτές τις αντιξοότητες και να πετύχουν, θα αντιμετωπίσουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο φορολογίας που θα τις οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, είτε σε μετεγκατάσταση είτε σε λύσεις (νόμιμης) φοροαποφυγής, όπως έχουν ήδη κάνει όλες οι μεγάλες εξωστρεφείς εταιρείες.
Δυστυχώς τόσο το ΙΟΒΕ όσο και η ΤτΕ, με τη στήριξη της οποίας πραγματοποιήθηκε η εργασία, αγνόησαν «τον ελέφαντα στο δωμάτιο». Οσο το πελατειακό κράτος εξακολουθεί να προσπαθεί να διατηρηθεί βραχυπρόθεσμα εν ζωή, φορολογώντας μέχρις εξαφανίσεως τις επιχειρήσεις και υιοθετώντας μία ολοένα και πιο εχθρική στάση προς την επιχειρηματικότητα, ούτε η βελτίωση των εξαγωγών, ούτε η ανάπτυξη, ούτε η έξοδος από την κρίση θα έλθουν. Το πρόβλημα είναι δομικής φύσεως και δεν αντιμετωπίζεται με την «ανάπτυξη των συμβουλευτικών δομών και την αποτελεσματική παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών», αλλά με τη ριζική αναδιάρθρωση του κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος που θα επιτρέψει τη φορολογική ελάφρυνση και την προσέλκυση επενδύσεων.
Βασίλης Μασσέλος
Δημοσιεύθηκε στην "Κυριακάτικη Καθημερινή" της 21ης Αυγούστου 2016