Τα βόρεια σύνορα έκλεισαν εξίσου για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και η εξαγωγή κεφαλαίων δεν είναι πλέον ελεύθερη μετά το φιάσκο του περασμένου Ιουλίου, αλλά ακόμη ουδείς μπορεί να εμποδίσει το ογκούμενο ρεύμα Ελλήνων πολιτών και επιχειρήσεων που μεταναστεύουν νομίμως. Εκτιμάται ότι περισσότεροι από 300.000, κατά κανόνα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και ικανοτήτων, πολίτες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με χιλιάδες επιχειρήσεις. Οι τελευταίες κατευθύνονται κυρίως στη Βουλγαρία προκαλώντας την αντίδραση του γενικού γραμματέα Εσόδων, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα: «Εχουμε ήδη προγραμματίσει μια εκστρατεία επικοινωνίας για την ενημέρωση των φορολογουμένων για τα συστήματα και τα οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή (sic), με απώτερο στόχο να ενισχυθεί η οικειοθελής συμμόρφωση προς τις φορολογικές υποχρεώσεις στην Ελλάδα, μέσω της αποτροπής της χρήσης τέτοιων σχημάτων. Επόμενος στόχος μας είναι ο εντοπισμός των επίπλαστων καταστάσεων που ορισμένοι φορολογούμενοι δημιουργούν, εκμεταλλευόμενοι κατά τρόπο καταχρηστικό τις ελευθερίες που παρέχει το δίκαιο της Ε.Ε., αλλά και να εφαρμόσουμε τη φορολογική νομοθεσία, η οποία περιλαμβάνει προβλέψεις ακριβώς για την αντιμετώπιση τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών».
Σε ό,τι αφορά την –καταστροφική για τη χώρα, τις προοπτικές ανάπτυξης και τα φορολογικά έσοδα– μαζική έξοδο των ικανών Ελλήνων, οι οποίοι αξιοποιούν την ελευθερία εγκατάστασης που απολαμβάνουμε ως πολίτες της Ε.Ε., το υπουργείο Οικονομικών δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να την εμποδίσει. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότερες επιχειρήσεις που μετεγκαθίστανται ή μεταφέρουν μέρος της δραστηριότητάς τους στο εξωτερικό κατά κανόνα αποφεύγουν νομίμως την εξωπραγματική φορολογική επιβάρυνση της Ελλάδος, ενώ οι «επίπλαστες καταστάσεις» είναι ιδιαίτερα δύσκολο και απαγορευτικά δαπανηρό να «αντιμετωπισθούν» από τις φορολογικές αρχές. Ακομψες «λύσεις» όπως το άρθρο 21 του Ν.4321/21.3.2015 που ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να παρακρατούν φόρο επί των τιμολογίων που λάμβαναν από «μη συνεργάσιμες χώρες» αποδείχθηκαν μη εφαρμόσιμες τόσο πρακτικά όσο και λόγω του νομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της παρουσίας της τρόικας.
Μπορεί να υπάρχουν ενστάσεις στο μοντέλο του homo economicus, αλλά γενικώς τόσο οι πολίτες όσο και οι επιχειρήσεις συμπεριφέρονται ορθολογικά, δηλαδή επιλέγουν εν προκειμένω τον τόπο εγκατάστασης που τους συμφέρει. Για παράδειγμα, μια μεταποιητική επιχείρηση, που εξάγει από την Ελλάδα χρησιμοποιώντας εγχώριες πρώτες ύλες, γρήγορα θα βρεθεί σε αδιέξοδο ρευστότητας εξαιτίας των καθυστερήσεων στην επιστροφή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Μια αντίστοιχη μονάδα εγκατεστημένη στη γείτονα χώρα δεν χρειάζεται να καταβάλλει ΦΠΑ επί των ελληνικών πρώτων υλών που παραλαμβάνει με ενδοκοινοτική απόκτηση, ενώ η επιστροφή του φόρου που προκύπτει από τις εγχώριες προμήθειες γίνεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τα κέρδη φορολογούνται με συντελεστή που αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 του ελληνικού.
Υστερα από οκτώ χρόνια συνεχούς ύφεσης, κυρίως εξαιτίας της εξοντωτικής φορολογίας και της απροθυμίας για εξορθολογισμό του κόστους του κράτους και για μεταρρυθμίσεις, το οικονομικό επιτελείο και οι δανειστές θα έπρεπε να είχαν συνειδητοποιήσει τον αδιέξοδο χαρακτήρα της συνεχώς αυξανόμενης φορολογικής επιβάρυνσης όσων πολιτών και επιχειρήσεων μπορούν ακόμη να πληρώσουν. Η πολύ μεγάλη μείωση των καταθέσεων τον Ιανουάριο, παρά το καθεστώς των κεφαλαιακών περιορισμών, αλλά και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον απολογισμό της ΓΓΔΕ για τον περασμένο χρόνο, 4.305.153 μοναδικοί ΑΦΜ, ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του συνόλου, έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, δείχνει ότι σύντομα θα εξαντληθεί εντελώς η φοροδοτική ικανότητα φυσικών και νομικών προσώπων. Τότε θα είναι όμως αργά να αναταχθεί η οικονομία μέσω της μείωσης των κρατικών δαπανών και της αντίστοιχης μείωσης των αντιαναπτυξιακών φόρων. Το οικονομικό επιτελείο πρέπει να αναρωτηθεί γιατί η Κύπρος, όταν έγινε δεκτή στην Ε.Ε., επέλεξε να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές και για διατηρήσει, ως κυπριακές πλέον, τις υπεράκτιες εταιρείες που φιλοξενούσε, ενώ η Ιρλανδία αντιστάθηκε λυσσαλέα στις πιέσεις των δανειστών, κυρίως της Γερμανίας, να αυξήσει τη φορολογία στις επιχειρήσεις. Εμείς, αντιθέτως, φορολογούμε ενθουσιωδώς και αντιστεκόμαστε σθεναρά στη μείωση των δαπανών και των μισθολογικών και ασφαλιστικών προνομίων συγκεκριμένων ομάδων, το κόστος των οποίων περιμένουμε να πληρώσουν «οικειοθελώς» οι υπόλοιποι. Γι’ αυτό και τα φορολογικά υποζύγια συνεχώς μετεγκαθίστανται οικειοθελώς σε άλλες χώρες, οι οποίες απολαμβάνουν ακόπως «μέρισμα» από τα πολλά δισ. ευρώ που έχει επενδύσει η χώρα μας για να αναθρέψει και να εκπαιδεύσει τους Ελληνες οικονομικούς μετανάστες, αλλά και φορολογικά έσοδα από τις ελληνικές επιχειρήσεις που ξενιτεύθηκαν για να επιζήσουν. Για να επιστρέψουν, δεν αρκεί μια εκστρατεία επικοινωνίας ούτε απειλές για εφαρμογή της –γενικά κακής– φορολογικής νομοθεσίας, αλλά χρειάζεται, μεταξύ άλλων, ένα σταθερό και ανταγωνιστικό σε σχέση με τις γειτονικές χώρες φορολογικό σύστημα.
Σε ό,τι αφορά την –καταστροφική για τη χώρα, τις προοπτικές ανάπτυξης και τα φορολογικά έσοδα– μαζική έξοδο των ικανών Ελλήνων, οι οποίοι αξιοποιούν την ελευθερία εγκατάστασης που απολαμβάνουμε ως πολίτες της Ε.Ε., το υπουργείο Οικονομικών δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να την εμποδίσει. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότερες επιχειρήσεις που μετεγκαθίστανται ή μεταφέρουν μέρος της δραστηριότητάς τους στο εξωτερικό κατά κανόνα αποφεύγουν νομίμως την εξωπραγματική φορολογική επιβάρυνση της Ελλάδος, ενώ οι «επίπλαστες καταστάσεις» είναι ιδιαίτερα δύσκολο και απαγορευτικά δαπανηρό να «αντιμετωπισθούν» από τις φορολογικές αρχές. Ακομψες «λύσεις» όπως το άρθρο 21 του Ν.4321/21.3.2015 που ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να παρακρατούν φόρο επί των τιμολογίων που λάμβαναν από «μη συνεργάσιμες χώρες» αποδείχθηκαν μη εφαρμόσιμες τόσο πρακτικά όσο και λόγω του νομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της παρουσίας της τρόικας.
Μπορεί να υπάρχουν ενστάσεις στο μοντέλο του homo economicus, αλλά γενικώς τόσο οι πολίτες όσο και οι επιχειρήσεις συμπεριφέρονται ορθολογικά, δηλαδή επιλέγουν εν προκειμένω τον τόπο εγκατάστασης που τους συμφέρει. Για παράδειγμα, μια μεταποιητική επιχείρηση, που εξάγει από την Ελλάδα χρησιμοποιώντας εγχώριες πρώτες ύλες, γρήγορα θα βρεθεί σε αδιέξοδο ρευστότητας εξαιτίας των καθυστερήσεων στην επιστροφή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Μια αντίστοιχη μονάδα εγκατεστημένη στη γείτονα χώρα δεν χρειάζεται να καταβάλλει ΦΠΑ επί των ελληνικών πρώτων υλών που παραλαμβάνει με ενδοκοινοτική απόκτηση, ενώ η επιστροφή του φόρου που προκύπτει από τις εγχώριες προμήθειες γίνεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τα κέρδη φορολογούνται με συντελεστή που αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 του ελληνικού.
Υστερα από οκτώ χρόνια συνεχούς ύφεσης, κυρίως εξαιτίας της εξοντωτικής φορολογίας και της απροθυμίας για εξορθολογισμό του κόστους του κράτους και για μεταρρυθμίσεις, το οικονομικό επιτελείο και οι δανειστές θα έπρεπε να είχαν συνειδητοποιήσει τον αδιέξοδο χαρακτήρα της συνεχώς αυξανόμενης φορολογικής επιβάρυνσης όσων πολιτών και επιχειρήσεων μπορούν ακόμη να πληρώσουν. Η πολύ μεγάλη μείωση των καταθέσεων τον Ιανουάριο, παρά το καθεστώς των κεφαλαιακών περιορισμών, αλλά και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον απολογισμό της ΓΓΔΕ για τον περασμένο χρόνο, 4.305.153 μοναδικοί ΑΦΜ, ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του συνόλου, έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, δείχνει ότι σύντομα θα εξαντληθεί εντελώς η φοροδοτική ικανότητα φυσικών και νομικών προσώπων. Τότε θα είναι όμως αργά να αναταχθεί η οικονομία μέσω της μείωσης των κρατικών δαπανών και της αντίστοιχης μείωσης των αντιαναπτυξιακών φόρων. Το οικονομικό επιτελείο πρέπει να αναρωτηθεί γιατί η Κύπρος, όταν έγινε δεκτή στην Ε.Ε., επέλεξε να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές και για διατηρήσει, ως κυπριακές πλέον, τις υπεράκτιες εταιρείες που φιλοξενούσε, ενώ η Ιρλανδία αντιστάθηκε λυσσαλέα στις πιέσεις των δανειστών, κυρίως της Γερμανίας, να αυξήσει τη φορολογία στις επιχειρήσεις. Εμείς, αντιθέτως, φορολογούμε ενθουσιωδώς και αντιστεκόμαστε σθεναρά στη μείωση των δαπανών και των μισθολογικών και ασφαλιστικών προνομίων συγκεκριμένων ομάδων, το κόστος των οποίων περιμένουμε να πληρώσουν «οικειοθελώς» οι υπόλοιποι. Γι’ αυτό και τα φορολογικά υποζύγια συνεχώς μετεγκαθίστανται οικειοθελώς σε άλλες χώρες, οι οποίες απολαμβάνουν ακόπως «μέρισμα» από τα πολλά δισ. ευρώ που έχει επενδύσει η χώρα μας για να αναθρέψει και να εκπαιδεύσει τους Ελληνες οικονομικούς μετανάστες, αλλά και φορολογικά έσοδα από τις ελληνικές επιχειρήσεις που ξενιτεύθηκαν για να επιζήσουν. Για να επιστρέψουν, δεν αρκεί μια εκστρατεία επικοινωνίας ούτε απειλές για εφαρμογή της –γενικά κακής– φορολογικής νομοθεσίας, αλλά χρειάζεται, μεταξύ άλλων, ένα σταθερό και ανταγωνιστικό σε σχέση με τις γειτονικές χώρες φορολογικό σύστημα.
* Δημοσιεύθηκε στην Οικονομική Καθημερινή της 9.2.2016